Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

ΆΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: Ζώσα εμπειρία

Στὶς ἀρχὲς τὰ’ χασα. Δὲν μποροῦσα ν’ ἀντισταθῶ. Ἔχανα τὰ πάντα. Μ’ ἕνα τίποτα πῶς νὰ ζήσω; Τρόμαζα καθὼς ἀνακάλυπτα τὴ γύμνια μου. Σὰν ὁ ἐνθουσιασμὸς χαμήλωνε, ἔλεγα: Γύρνα πίσω βρέ. Δὲν τὰ βγάζεις πέρα. Θὰ μετανοιώσεις καὶ θα’ ναὶ ἀργά. Δὲν εἶναι γιὰ τὰ κότσια σου ἐδῶ. Μὴν κάνεις τὸν γενναῖο. Γύρνα στὴν καλὴ Ἀθήνα πρὶν τὰ βρεῖς μπαστούνια. Δίχως μία μόνιμη παρηγοριὰ στὰ χέρια καὶ μία ἀσφαλῆ βεβαιότητα. Κάτι ἔπρεπε νὰ γίνει. Ἀπ’ τὴν ἄλλη κατάλαβα πὼς αὐτὴ ἡ παρτίδα τοῦ παιχνιδιοῦ μέσα στὴ νύχτα ἔπρεπε νὰ παιχθεῖ ἀποκλειστικὰ μ’ ἐμένα καὶ τὸν Θεό, δίχως ἐπευφημοῦντες θεατὲς μ’ ἐμένα καὶ τὸν Θεό, δίχως ἐπευφημοῦντες θεατὲς καὶ χαρούμενους ἀκροατές. Ὅταν τὸ ἔνιωσα αἰσθάνθηκα νὰ πέφτω στὸ κενό. Μετὰ αἰσθάνθηκα κάτι φοβερότερο. Τὶς σφιγμένες γροθιές μου ὁ συμπαίχτης μου νὰ τὶς χαϊδεύει. Κόντεψα νὰ τρελαθῶ. Αὐτὰ ποὺ διάβαζα στὰ βιβλία, τὰ ζοῦσα κι ἐγώ, μποροῦσα νὰ τὰ ζῶ, θὰ τὰ ζοῦσα καὶ θὰ ζοῦσα. Ἤμουν μέσα σ’ ἕνα πυρωμένο καμίνι δίχως νὰ καίγομαι. Μετὰ ἄρχισα κι ἐγὼ νὰ βλέπω, ν’ ἀκούω, ν’ ἀγαπῶ διαφορετικά. Γιὰ κάτι σημαντικό μας ἔφερε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ζοῦμε γιὰ τὸ τίποτε.

Φοβόμουν τὸν ἑαυτό μου ἢ τὸν ἀγαποῦσα; Ἤθελα ἢ δὲν ἤθελα νὰ μπῶ σὲ μπελάδες ἀγώνων; Καλὰ ἦταν κι ἔτσι. Ὅλοι μὲ λέγανε καλὸ παιδί. Ἦλθα νὰ ἡσυχάσω, ἔλεγα. Τί κουβάρια εἶναι αὐτὰ ποὺ ξετυλίγονται καὶ ξαναμπερδεύονται; Κρυβόμουν; Ξεγελοῦσα τὸν ἑαυτό μου; Ἦταν δυνατόν? μέσα στὰ καλὰ λόγια καὶ τὶς καλὲς πράξεις μου διέφευγε λοιπὸν ὁ ἐαυτός μου. Βγάζει τὸ ἄχτι τοῦ τώρα; Ζητᾶ ἐξηγήσεις. Ἦλθε ὁ καιρός. Καλῶς τὸν.

Ὁ Θεὸς τῆς πόλης, τῶν κατηχητικῶν, τῶν κηρυγμάτων, τῆς θείας μου, ἦταν πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν ἐδῶ. Ἔπρεπε τώρα νὰ ξαναρχίσω. Ν’ ἀναποδογυριστῶ. Ἡ πόλη μὲ τὶς μάσκες της μὲ εἶχε ἀπογοητεύσει. Μόνο μπροστὰ μποροῦσα πιὰ νὰ κάνω. Ρίχτηκα στὸ κενὸ δίχως ἀλεξίπτωτο. Μία ἀπὸ τὶς λίγες πράξεις μου γιὰ τὶς ὁποῖες θερμὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεό.

Χτυπήθηκα πολὺ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἤθελα να’ ναὶ ὅπως τοὺς ἤθελα, καλοί, εὐγενικοί. Ἤμουν βλάκας. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὸ τόσο ἁπλό. Ἔπρεπε νὰ δεχθῶ τὸν καθένα ὅπως ἦταν. Ὅπως δέχεται ἡ μάνα τὸ παιδί της. Ὄχι μὲ συγκατάβαση, μὲ ψευτοαγάπη καὶ χαζοϋπομονή, μὲ πονηροευγένειες καὶ σαχλοϋποωρήσεις.

Ἕνα βράδυ σχεδὸν τρόμαξα ὅταν σκέφθηκα σὲ ποιὸν ἀπευθύνομαι προσευχόμενος. Μετὰ ἔνιωσα πὼς ὅλους τους ἀκούει ὁ Θεὸς κι ἡσύχασα. Τὸ θέμα εἶναι πὼς ἡ ἀθανασία εἶναι κάτι τὸ πολὺ σίγουρο. Ὑπάρχουν σοβαροὶ λόγοι γιὰ νὰ ζοῦμε. Καθὼς πέθαινε ὁ Θεὸς τῆς πόλης κι ἀνασταινόταν ἕνας ἄλλος Θεὸς ἡ νύχτα ὀμόρφαινε καὶ δὲν ἤθελες νὰ κοιμηθεῖς…

Ἡ κακομοιριὰ εἶναι ἀπ’ τὶς μεγάλες φτώχειες τοῦ χριστιανοῦ. Τὸ μεγαλύτερο λάθος εἶναι αὐτὴ τὴν κακομοιριὰ νὰ τὴ λέμε ταπείνωση. Εἶναι τόσο ὄμορφες αὐτὲς οἱ μικρὲς ἐκκλησιὲς καὶ μορφές. Μὴν τὶς ἀγγίζετε παρακαλῶ. Μὴν τὶς καθαρίζετε καὶ θέλετε νὰ τὶς ὀμορφήνετε ἐσεῖς. Τὰ μάτια θέλουν πλύσιμο. Τὸ σήμερα πάλιωσε. Τὰ παλιὰ εἶναι μία πείρα ζωντανή.

Από το βιβλίο του π. Μωυσή «Αγρυπνία στο Άγιον Όρος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ακρίτας.



Κατέλαβα εξαιρετική προσπάθεια να ξεπεράσω τους δισταγμούς μου να γράψω κάτι σχετικό με το Άγιον Όρος και την μοναστική ζωή του. Για μένα αποτελεί μια από τις πολύ ιδιαίτερες αγάπες της ζωής μου και μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις που μου δωρίστηκαν για να ζω ουσιαστικά. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους αγιορείτες πατέρες για την ιεροσυλία μου να μεταφέρω στο χαρτί κάτι από τη δική τους εμπειρία. Το ημερολόγιο όμως του π. Μωυσή υπήρξε, θεωρώ, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τοποθετήσουμε κάποια πράματα στη θέση τους και να ανοίξουμε μια χαραμάδα στην αδιάφορη παχυσαρκία μας απέναντι σε αυτό που συνιστά ζωντανή πνευματική εμειρία. Το απόσπασμα του βιβλίου του π. Μωυσή είναι αντιπροσωπευτικό, αν και κατανοώ εξ’ αρχής πως αλλιώς θα διαβαστούν όσα γράφονται από όσους έχουν επισκεφθεί ή αγαπάνε το Άγιον Όρος και διαφορετικά από όσους κρατούν την άγνοια ή τις προκαταλήψεις τους πάνω από την κρίση τους.
Το άλμα στο κενό είναι μια ενέργεια επιβαλλόμενη από όλους όσοι ευαγγελίζονται για τον εαυτό τους την ανακάλυψη άλλων, πιο ποιοτικών διαστάσεων, στη ζωή τους. Κάτι τέτοιο είναι σύνηθες για τους αγιορείτες μοναχούς, όσους τέλος πάντων από αυτούς με ευσυνειδησία κάνουν αυτή την κίνηση.
Το πρώτο που φαίνεται να τρομάζει τον π. Μωυσή είναι αυτή ακριβώς η διαπίστωση. Η παντέρημη γύμνια του απέναντι στο Θεό. Κι από αυτή τη διαπίστωση ξεκινά. Μοναχός σημαίνει πρώτα απ’ όλα πως τα έχεις εγκαταλείψει όλα, τα έχεις χάσει όλα και πλέον στο κελί σου είσαι μόνο εσύ κι ο Θεός. Και το παιχνίδι παίζεται μόνο εκεί. Να αντιλαμβάνεσαι τη γύμνια σου σαν σημείο αφετηρίας και να επικοινωνείς με το Θεό. Βρίσε τον, αγάπησέ τον, μίλα του απλά ή οργισμένα, αδιαφόρησε ή αφιέρωσέ του ώρες, κοιμήσου ή προσευχήσου. Κάνε ό,τι θες ξέροντας πολύ καλά πως ό,τι κάνεις αφορά εσένα κι Εκείνον. Θα τη βρείτε μαζί την άκρη. Είσαι μοναχός απέναντί του κι είναι μοναχός απέναντί σου. Κάπως έτσι ξεκινά η επικοινωνία του μοναχού με τον Θεό κι έτσι κάπως το άλμα στο κενό κομίζει θαύματα, άγνωστα στους πολλούς˙ τους ασφαλισμένους, αυτούς που αν δεν πέσουν, ζητούν δίχτυ ασφαλείας για να το κάνουν. Μόνο που δίχτυ δεν υπάρχει. Ή πηδάς ή μένεις θεατής όσων τολμούν. Ή ζεις τα θαύματα ή τα ακούς, τα διαβάζεις ή έστω τα θαυμάζεις από χείλη τρίτων.
Την ώρα που ο άλλος σου εαυτός σου βάζει το μαχαίρι στο λαιμό, έρχεται η ώρα να αποδείξεις έμπρακτα, όσο σπάνιες φορές στη ζωή σου, όχι το πόσο αλλά το πώς και το γιατί αγαπάς τον εαυτό σου. Θα γυρίσεις στην «καλή Αθήνα»; Στο άγιο βόλεμα και στις επιταγές των δικών σου; Στις συνθήκες που σου όρισαν έναν τύπο ζωής και στις σχέσεις που σου δίνουν μια αίσθηση ταυτότητας;
Ο άλλος σου εαυτός είναι αμείλικτος. Είναι ο ίδιος που σαν δει με πείσμα να του επιτρέπεις να σου κόψει το λαιμό, θα πιάσει τις σφιγμένες σου γροθιές να τις χαϊδέψει. Θα σε νικήσει όχι ως εχθρός μα σαν φίλος. Τονώνοντάς σου τον εγωισμό, δημιουργώντας σου την αίσθηση πως νικάς δαίμονες και βλέπεις θείες οπτασίες, όλα αυτά με τη δική σου δύναμη, με τη δική σου προσευχή με την ποιότητά σου, με την αγάπη που σου έχει ο Θεός, σε σένα τον ανώτερο από τους άλλους, τον επίλεκτο, τον προορισμένο να ζει τα θαύματα καθημερινά. Ο έξυπνος ξέρει από κόλπα και δε δίνει σημασία. Ο πόλεμος παραμένει πόλεμος. Η αγάπη είναι σφάλμα να προσανατολιστεί αλλού παρά στον Θεό και Αυτός θα τη γυρίσει θεούμενη στο πρόσωπό σου. Ειδάλλως, η «καλή Αθήνα» είναι πάντα εκεί και σε περιμένει εν μέσω επευφημούντων θεατών και χαρούμενων ακροατών.
Αν δε γυρίσεις, θα μάθεις να βλέπεις, ν’ ακούς και ν’ αγαπάς διαφορετικά. Πόσο εύστοχα κι αποκαλυπτικά το λέει ο συγγραφέας: Για κάτι σημαντικό μας έφερε ο Θεός στον κόσμο. Δεν επιτρέπεται να ζούμε για το τίποτε. Άραγε πόσοι από εμάς αναρωτηθήκαμε αν υπάρχει άλλου είδους αγάπη και γιατί, βρε αδερφέ, ήρθαμε στον κόσμο; Είναι πολύ εύκολη η όποια μηδενιστική απάντηση. Ανόητη μεν, εύκολη δε.
Την προτιμάμε όμως γιατί πρώτα επιτρέψαμε στον εαυτό μας να ζούμε για το τίποτε.
Το τίποτε της καριέρας, του χρήματος, της ευζωίας και της επιβεβαίωσης, το τίποτε που κάθε μέρα η χαμένη μας παιδικότητα και η ρημαγμένη μας συνείδηση μας τρίβουν στη μούρη, μπας και αλλοιώσουν αυτό το φάντασμα που βάλαμε για πρόσωπο και το γυροφέρνουμε στη συνάφεια των πολλών για να δρέψουμε μια εύκολη επιβεβαίωση. Ναι βρε αδερφέ, δεν υπάρχει τίποτε, εγώ όμως θα ζω για το τίποτε. Το ‘παμε˙ ανόητο μεν, εύκολο δε.
Οι μπελάδες των αγώνων είναι η διαδικασία που εξασφαλίζει στον καθένα μας την απάντηση αν ξεγελάμε τον εαυτό μας, αν τον κοροϊδεύουμε ή όχι. Για τον μοναχό, όπως θα έπρεπε για τον καθέναν μας, τα πράματα είναι συγκεκριμένα. Ό,τι κι αν γίνει οι ερωτήσεις δε θα φύγουν εάν δεν λάβουν τις απαντήσεις τους, εάν δεν μας προκαλέσουν να γυρέψουμε τον αληθινό μας εαυτό πίσω από τα καλά λόγια ή τις καλές μας πράξεις. Τι σημαίνει «καλό παιδί»; Οι ερωτήσεις δεν περιμένουν. Είναι κατάντια να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου για τα μάτια των άλλων. Να προτιμάς να γίνεσαι καραγκιόζης για τα μάτια του κόσμου κι όχι να τον υπηρετείς με την αγάπη ενός κατά χάρη θεού.
Βιώνοντας ο μοναχός αυτή τη σχέση σε βάθος χρόνου μαθαίνει σε αυτή την άλλη ποιότητα της αγάπης. Αναποδογυρίζεται και βλέπει πως ο θεός των κατηχητικών, της θείας του, των κηρυγμάτων ήταν ένα ιδεοληπτικό είδωλο, μια αφηρημένη ηθικιστική σέκτα, ένας καλοφτιαγμένος τάφος για ζωντανούς νεκρούς, έξω απ’ τη ζωή, προδίδοντας τη ζωή, ψευτίζοντάς, βιάζοντάς την. Ο δρόμος είναι μόνο εμπρός. Στο άλμα που προαναφέρθηκε. Και τελικά έτσι βρίσκεις τον εαυτό σου. Χάνοντάς τον.
Ο π. Μωυσής αναφέρεται στο χρυσό κανόνα που μπορεί να μας λυτρώσει όλους από τον πόνο. Κοιτάξτε πόσο απλό: Το σημαντικό είναι να μην θες τους άλλους να είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες σου. Πρέπει να τους δεχτείς με την ίδια αποδοχή της μάνας στο παιδί της. Όχι με συγκατάβαση, ψευτοαγάπη και χαζοϋπομονή, με πονηροευγένειες και σαχλοϋποχωρήσεις. Με αληθινή αγάπη. Θυμίζω το εναγώνιο ερώτημα στα κείμενα του Αθανασιάδη και του Coelho. Η ενότητα συνιστά το μωσαϊκό ή το μωσαϊκό την ενότητα; Για να πολιτεύεσαι έτσι, χρειάζεται άλλου είδους αγάπη και αντίληψη του κόσμου. Αναρωτήθηκες ποτέ (θέτω το ερώτημα καθημερινά στον εαυτό μου) πόσο όμορφος και σοφά δημιουργημένος είναι ο κόσμος όταν πάψεις να επιθυμείς όλα και όλοι να είναι όπως εσύ τα ή τους θέλεις;
Για τους περισσότερους βέβαια όλα τούτα θα ακούγονται ξένα γιατί στερούνται της πρώτης παραδοχής του αληθινού μοναχού. Για να υπάρξει σχέση με τον θεό πρέπει αρχικά να δεχτούμε την ύπαρξή του. Κι εκεί αρχίζουν οι διαφωνίες. Βγαίνουν και κάτι χαρτιά από το τραπέζι περί «φύσης» ή «ανώτερης δύναμης» κ.α. και όλοι αφήνουμε τη συζήτηση για κάποια άλλη στιγμή κάποτε στο μέλλον, προτιμώντας να στρέψουμε τον ρου της συνομιλίας στο αν θα παραγγείλουμε σουβλάκια ή πίτσα και αν θα δούμε champion’s league ή «πάμε πακέτο». Είναι ανόητο να αξιώνω την απάντηση του κορυφαίου ερωτήματος σε λίγες γραμμές. Θέτοντας όμως ένα προβληματισμό στον καθένα, θυμίζω πολύ σύντομα πως για να αναρωτηθούμε για τον Θεό και να τον αγαπήσουμε, χρειάζεται να καλλιεργήσουμε μια σχέση κι όχι να κατακτήσουμε μια γνώση περί Αυτού.
Ο π. Μωυσής συνεχίζει το ημερολόγιό του, θυμίζοντάς μας πως την κακομοιριά είναι μέγα λάθος να τη δεχόμαστε και να την ονομάζουμε ταπείνωση. Τελειώνει λέγοντας πως όσοι αδυνατούν να αντιληφθούν την ζώσα εμπειρία αιώνων του Αγίου Όρους, είναι προτιμότερο να απομακρυνθούν διακριτικά παρά να αρχίσουν με βία και δίχως αγάπη να βρουν μυστικά και θαύματα εκεί που δεν υπάρχουν ή δεν έχουν τα μάτια να τα δουν. «Τα μάτια θέλουν πλύσιμο. Το σήμερα πάλιωσε. Τα παλιά είναι μια πείρα ζωντανή».

Υ.Γ. Στην αρχή σκεφτόμουν να αφιερώσω το άρθρο σε όλους εκείνους τους δίχως πείρα επικριτές της μοναστικής ιστορίας του Αγίου Όρους, όπως οι φίλες μου η Μαριλένα και η Έλενα. Μετά σκέφτηκα πως είναι μάταιο να περιμένεις από τον άλλον να γνωρίσει μιαν αλήθεια εάν δεν την έχει βιώσει. Άλλο να κρίνεις δίχως γνώση κι άλλο δίχως αγάπη. Ο π. Μωυσής το λέει κάπου αλλού καλύτερα: Σε όλους εκείνους που τουλάχιστον ειρωνεύονται τη μοναχική ζωή, τι ν’ αντιτάξει κανείς; Είναι σαν να θες ν’ αναλύσεις στον εκ γενετής τυφλό τα χρώματα του δειλινού ή της αυγής. Μήπως θα πρέπει για μερικούς ανθρώπους να μην υπάρχει απολογητική;



4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ασύλληπτη η εμπειρία του Όρους. Όποιος το έχει ζήσει μπορεί να το καταλάβει. Το κείμενο του Μωυσή είναι αντιπροσωπευτικό. Νομίζω πως απιτεί πολύ μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβει κανείς τα νοήματά του στη πράξη και όχι στο μυαλό.
Αλλά για τους περισσότερους από εμάς που ζούμε όπως περιγράφεις μεταξύ τηλεόρασης και πίτσας μένοντας σε ανούσια πράγματα αυτά θα φαίνονται ξένα.
Ο καλύτερος δρόμος για να αποκτήσει αξία η ζωή μας είναι να τις δώσουμε εμείς πρώτοι αξία. Η προσέγγισή σου για άλλη μια φορά μοναδική. Θα έπρεπε να ήσουν συγγραφέας.

Ανώνυμος είπε...

Έχει τύχει να διαβάσω το βιβλίο αυτό του Μωυσή και είναι μοναδικό. Τα όσα αναφέρει είναι εμεπιρίες ενός αγιορείτη και θα ήταν μάλλον επιπόλαιο να πουμε πως όλοι οι μοναχοί σκέφτονται έτσι. Προσωπικά πιστεύω πως οι περισσότεροι μοναχοί που ιερουργούν στις εκκλησίες είναι απλά μδημόσιοι υπάλληλοι με κανένα αίσθημα καθήκοντος. Αντίθετα στο Άγιο όρος οι μοναχοί είναι πιο συνειδητοποιημεένοι, αν και εκεί βέβαια δεν λείπουν και όσοι ντροπιάζουν το μοναχισμό. Δεν αναφέρομαι μόνο στο Βατοπέδι αλλά σε όλους εκείνους που πήγαν με άλλους σκοπούς και για άλλες ανάγκες εκεί.
Μάλλον θα πρέπει να καταλάβουμε περισσότερο τα όσα λέει ο Μωυσής σαν προσωπική μαρτυρία και να εμβαθύνουμε στα σημαντικά που γράφει. Πέραν τούτου ας είμαστε επιφυλακτικοί.

Άννα είπε...

Το κείμενό σου είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει για το Άγιο Όρος. Όσο διαβάζω τέτοια κείμενα στεναχωριέμαι πιο πολύ που οι γυναίκες δεν μπορούμε να πάμε εκεί. Ωστόσο οι πνευματικές υποθήκες που μας προσφέρει το Άγιο Όρος είναι πολλές. Ευτυχώς που κάποιοι μας μεταφέρουν με τέτοια ικανότητα τον πνευματικό του πλούτο. Ο π.Μωυσής μου είναι άγνωστος αλλά μου κέντρισες το ενδιαφέρον και σκέφτομαι να διαβάσω το βιβλίο.

Ανώνυμος είπε...

Άννα καλύτερα που ισχύει το άβατο στο Άγιο Όρος. Κάποιες φίλες μου λένε πως είναι αναχρονιστικό. Δεν ξέρουν όμως. Πιστεύω πάλι πως έτσι όχι μόνο διασώζεται η παράδοση αλλά και λειτουργεί καλύτερα η μοναστική ζωή. Άλλωστε αυτές που φωνάζουν είναι οι πιο άσχετες με την εκκλησία. Οπότε σε ρωτώ γιατί να θέλουν να πάνε εκεί; Για άσκηση τάχα ή για προσευχή; Μάλλον για παραθεριστικά θέρετρα, περιέργεια ή για να δικαιώσουν τους δήθεν αγώνες τους. Να καταλαβαίνουμε τι εννοούμε με την πρόοδο κάθε φορά.
Το βιβλίο είναι τέλειο. Να το διαβάσεις οπωσδήποτε.