Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Ο λάθος άνθρωπος

Ὁ ἔρωτας κρέμεται ἀπὸ μία κλωστὴ στὸ γαλάζιο,
τί θεσπέσια ὅμως ποὺ ἔχασα!
Δὲ βγάζω γλώσσα, βγαίνω ἀπ' τὴ γλώσσα.
Κι ἄν σας ἔκοψα τὸ βήχα τοῦ τυχαίου σακάτηδες
μνημονεύω πάντοτε τὴν ἀμφιβολία,
ὑπάρχει ἄλκιμο ἀναγκαστικὸ μέλλον ἐκεῖθε;
Φαίνεται πώς μου μένει μονάχα ὁ Θεὸς˙
ἀλλ' ὅμως
ἀντικρίζοντας ἄνθη
λέω καὶ ξαναλέω: χρώματα εἴμαστε, τίποτα πιότερο.
Βραδυφλεγὴς χορτώδης ἐπανερχόμενος νύκτωρ
ἀπὸ ἀρχαία σὲ ἔξαρση πυρκαγιὰ
λιγοστεύω τ' ἀστέρια μειώνω τοὺς γαλαξίες.
Τί λανθασμένο πλάσμα πού εἶμαι!

Τα «Ποιήματα» του Νίκου Καρούζου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος

2 σχόλια:

Ενθαλπία είπε...

Δεν το γνώριζα αυτό το ποίημα του Καρούζου αλλά θα το αναγνώριζα ως δικό του. Έχει όλα τα βασικά συστατικά. Λουλούδια, θεό, χρώματα γενικότερα και ειδικότερα το αγαπημένο του γαλάζιο, μια καλοδεχούμενη, φερέλπιδα, απελπισία…
Με κάποια ποιήματα του λες και αδυνατώ να συντονιστώ γιατί αμφιβάλω αν μπορώ να μου απαντήσω στο γνωστό ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής». Κάποια τα νοιώθω απολύτως και κάποια τα αγαπώ πολύ όπως το «Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού (Αποσπάσματα «Διαλόγων»)ή « Ένα έρημο άνθος» ή «Απολέλυσαι της ασθενείας σου».

Ανώνυμος είπε...

Κι ενώ η Αθήνα αχνίζει σχεδόν απόψε, δαρμένη από τη θέρμη του ανελέητου καύσωνα, βαλθήκατε να μας ταξιδέψετε αγαπητέ Υπουργέ, στα δροσερά μονοπάτια της ποίησης.
Ευπρόσδεκτο, και απολαυστικό..
Νίκος Καρούζος. Ένας μοναχικός μυστικιστής της ζωής.
Αυτοπροσδιορίζεται και συστήνεται:
«Τις ει; ογδόντα πέντε κιλά του συμπαντικού βάρους
Επώνυμο: Πλήρης
Εθνικότητα: θνήσκουμε
Θρησκεία: του σκούληκα
Επάγγελμα: η ψυχή μου
Ηλικία: –
Οικογενειακή κατάσταση: παντρεύτηκα λέξεις
Κατοικία: τούτο το βραχύβιο άρωμα
Πολιτικά φρονήματα: μ’ έχει οπαδό της η βιολογική Αριστερά
Προορισμός: ο Αχέροντας
Υπογραφή
Χερουβείμ Αρουραίος»
Δίκαια χαρακτηρίστηκε ως ο πιο γλωσσοκεντρικός ποιητής που είχαμε ποτέ σε τούτη τη χώρα...
Απέδειξε τόσο μοναδικά, πως η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες, αλλά με λέξεις:
«Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές
που βλέπουμε τις ράχες
που βλέπουμε τις κορφές
και λέμε βουνοκύματα
δεν θα καταλαγιάσουμε.
Από αγάπη στο αδέκαστο κενό..»
«Ερχόμαστε, δηλαδή, πριν απ΄ τη γλώσσα μεσ΄ απ΄ την εμπειρία της γλώσσας».
Παθιασμένος με την ιστορία, και αυτό εξηγεί το πάθος του για τη γλώσσα, κι όχι το αντίθετο: «Είμαστε φτασμένοι, χωρίς αμφιβολία, σ΄ ένα όριο της Ιστορίας, όπου, περισσότερο από άλλοτε, ο άνθρωπος κλυδωνίζεται ανάμεσα στις λέξεις..»
Πολύπλευρος, με μεγάλο εύρος γνώσεων στα εικαστικά και στην έντεχνη, την κλασσική μουσική, αλλά τόσο απλός και λιτός στην προσωπική του ζωή.
Ψάχνοντας μέσα την ανθρώπινη ύπαρξη του, που διαρκώς βασανίζεται από τις αδυναμίες της, αποκαλύπτει παραστατικά, σχεδόν σπαρακτικά κάποιες φορές, κι άλλοτε ειρωνικά, τον πόνο, το πάθος, την οδύνη, την ματαιότητα, την μοναξιά.
Τόσο απλά μας συμβουλεύει:
«Μη με διαβάζετε
όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν..»
Οι στίχοι του χρησμοί, γεμάτοι από μια αυτοκαταστροφική μανία που κυριαρχούσε στο είναι του και παράλληλα ερωτοτροπούσε με την σκληρή απελπισία.
«Αν δεν πεθαίνει κάτι είναι η μοναξιά μας»
Και αισθάνεται λανθασμένο πλάσμα, όταν το εξασθενημένο σώμα του δοκιμάζεται από τον καρκίνο και τον προδίδει.
Τότε εκείνος παραδομένος στις παραισθήσεις της μέθης του, προσπαθεί εκστασιασμένος να μειώσει την αξία της ύπαρξής του.
Καταφέρνει μέσα στην ψευδαίσθηση και τους πόνους που τον κατακαίουν, να σαρκάζει τον ίδιο του τον εαυτό μηδενίζοντάς τον.
Αναρωτιέται αν εκείθεν της επίγειας ζωής υπάρχει μέλλον άλκιμον, ενώ είναι συμφιλιωμένος πλέον με τον επερχόμενο σωματικό του θάνατο.
Απαξιώνει κάθε τι αισιόδοξο, σπέρνοντας την αμφιβολία, πυροδοτώντας το με φόβο.
Έχει πάψει να ονειρεύεται, να ελπίζει.
Κι ο αδύναμος έρωτας, που κρεμόταν ίσα-ίσα από μια κλωστή, χάθηκε μέσα στο γαλάζιο.. Σ΄ ένα χάος ίσως ενός μακρινού ορίζοντα, καθώς η χρωματισμένη του μ’ αισθήματα ψυχή, ταξιδεύει μοναχή, στην ελπίδα του Θεού πλαισιωμένου από άνθη.
Και ξαφνικά δείχνει μόνο αυτό να εκτιμά: το χρώμα. Αποκτά αξία, αποτελεί την διάκριση.
Όμως και πάλι "θαυμάζοντας" το μέγεθος της αποτυχίας του, καταφεύγει στη δύναμη του αυτοσαρκασμού..
Υποταγμένος στη μοίρα του, απομακρύνεται καιόμενος, όπως το ξερό χορτάρι. Εξαφανίζεται από την καταστροφική μανία της πυρκαγιάς, παρακολουθώντας τη ζωή να τον εγκαταλείπει, σβήνοντας το φως αστεριών του, τους γαλαξίες των ονείρων του..
Καταγράφοντας για μια ακόμα φορά τις αδυναμίες και τα λάθη του φθαρτού σώματος των πλασμάτων.
ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ