Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Ο βασιλιάς της Ασίνης
(ποίημα για αυτούς που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας)

Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀναρωτιέται,
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς
αἰχμὲς τὰ
κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα
καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ
ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ τὴν
ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μίας ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ
διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα
μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μίας πίκρας παντοτινῆς.

Το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄» του Γ. Σεφέρη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος

Κοντά στο χωριό Τολό του Ναυπλίου, στη θέση που σήμερα ονομάζεται Καστράκι, σώζονται σε ένα μικρό υψηλό κομμάτι στεριάς με βράχους, που εισχωρεί στη θάλασσα, ερείπια της αρχαίας Ασίνης. Η πόλη αυτή, ή καλύτερα ο βασιλιάς της, μας έχουν χαρίσει ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα της λογοτεχνίας μας, μέσω της γραφίδας του Γιώργου Σεφέρη.

Ο βασιλιάς της δεν αναφέρεται πουθενά. Η αρχαία Ασίνη χωρά όλη σε μια αόριστη μνεία του Ομήρου στον κατάλογο κατά πόλεις των πλοίων που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Ο Σεφέρης συγκινείται από αυτήν ακριβώς την απουσία του βασιλιά που μάταια αναζητεί. Η απουσία του επεκτείνεται ως κενό και απλώνεται και στον ποιητή.

Άνθρωποι περνούν από δίπλα κι από μέσα μας. Άλλοι φεύγουν άλλοι μένουν, ένας ή δυο προχωρούν τόσο βαθειά εντός μας που τους θεωρούμε αναντικατάστατους. Κι όμως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φεύγουν από τη ζωή μας. Αυτό που μένει είναι η απουσία τους ή καλύτερα, όπως εύστοχα γράφει ο ποιητής, η παρουσία τους παντού μέσα από το κάθε τι που τους θυμίζει.

Επειδή ακριβώς το κάθε τι μπορεί να θυμίζει αυτούς τους ανθρώπους που «λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας» αυτό που μένει δίχως αυτούς είναι φορτίο ασήκωτο. Φορτίο που, όχι σπάνια, δεν ρωτιέσαι αν μπορείς να το αντέξεις, κι όμως σου φορτώνεται. Κι οι άνθρωποι αυτοί γίνονται κομμάτι δικό σου που το κουβαλάς καθημερινά σε ό,τι κι αν κάνεις, ό,τι κι αν ζήσεις. Επειδή «λιγόστεψαν» (δίχως απαραίτητα να χαθούν) μέσα στη ζωή μας νιώθουμε πως λιγόστεψε (δίχως απαραίτητα να χαθεί) η ζωή μας. Η για πάντα χαμένη πληρότητα, το αναντικατάστατο, το ποτέ αληθινό. Έτσι πια υπάρχουν και μένουν «η κίνηση του προσώπου, το σχήμα της στοργής αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου».

Ο θάνατος, ο χωρισμός, η απουσία λοιπόν δημιουργούν χάσματα αξεπέραστα.

Ο Σεφέρης δεν θέλει να ωραιοποιήσει τα πράγματα. Αντίθετα θέλει να είναι συνεπής με τον εαυτό του κι αυτό που ζει. Γι’ αυτό εκφράζει στον εαυτό του τη δραματική απορία: «ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος, η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής, εκεί που μένουμε τώρα, ανυπόστατοι λυγίζοντας, σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας». Σαν δεν έχουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε δίπλα μας δεν είμαστε ικανοί να πλατύνουμε τις σχέσεις μας, μένουμε «ανυπόστατοι» κατά τον ποιητή. Η νοσταλγία μας έχει ένα βάρος ζωντανό, δεν είναι απλά μια αόριστη θύμηση, μια ανάμνηση ωραίων ή δύσκολων στιγμών. Είναι ένα βάρος που αφορά τη ζωή μας γιατί ζούμε μαζί του καθημερινά.

Αυτό που εμείς μπορούμε να διαχειριστούμε είναι «η διάρκεια της απελπισίας». Προσοχή˙ δεν γίνεται λόγος για ένταση ή διάρκεια απογοήτευσης. Ο ποιητής είναι συγκεκριμένος. Ο άνθρωπος που χάνει την ελπίδα του είναι ήδη νεκρός. Ζεις με την ελπίδα επειδή αυτή μπορεί και σε κρατά στη ζωή. Αν χάσεις κι αυτή χάνει κι αγάπη σου τον προσανατολισμό της. Γυρνάς στον εαυτό σου κλείνεσαι σε αυτόν, αγαπάς πια μόνο αυτόν κι από αυτό τον εγκλωβισμό αναζητάς μάταια την πληρότητα. Δυστυχώς όμως αυτό σου εξασφαλίζει έναν πρόωρο θάνατο ώσπου να ακολουθήσει κι ο σωματικός σου θάνατος κάποια χρόνια πιθανόν αργότερα.

Τι είναι αυτό που καταδικάζει την ευτυχία του ποιητή; Είναι η παντοτινή αίσθηση της απουσίας του αγαπημένου προσώπου η «εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής». Η παντοτινή πίκρα δεν μπορεί να ξεπεραστεί αλλιώς εάν σε όλη του τη ζωή κανείς δεν έχει φροντίσει να δημιουργήσει υγιείς σχέσεις όχι μόνο με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αγάπησε και έχασε αλλά και με ένα ευρύτερο περιβάλλον ανθρώπων μέσω του οποίων αποκτά νόημα η μοναδικότητα των αισθημάτων του.

Για την πραγματικότητα του ποιητή θα υπάρχει πάντα ένας «βασιλιάς της Ασίνης» για τον οποίον δεν θα ενδιαφερθεί ποτέ κανείς, καθώς όλοι τον έχουν ξεχάσει ή αδιαφορούν για την ιστορία του. Αυτός λοιπόν ο βασιλιάς θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς στο μέτρο που δεν αγαπάμε ή δεν μας αγαπούν. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως η αληθινή αγάπη δεν είναι μονοδιάστατη. Χρειάζεται και να αγαπάς και να σε αγαπούν. Αλλιώς ο ένας από τους δυο θα αναρωτιέται, «ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές, τις ακμές, τις αιχμές, τα κοίλα και τις καμπύλες αν υπάρχουν άραγε εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς» οι άξιοι λόγοι που να δικαιολογούν τη ζωή του. Ειδάλλως όλα γίνονται απουσία ζωής, «φθορά» και «πίκρα παντοτινή».

1 σχόλιο:

ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ είπε...

Πληρέστατη η ανάλυση σας Υπουργέ μου, σε όλες τις προεκτάσεις της.
Ο ανεπανάληπτος στίχος του Γ. Σεφέρη, θεωρώ ότι αναδεικνύει την αξία όσων μας αγγίζουν, αφού το χνάρι τους αποτελεί ισόβια παρακαταθήκη εμπειριών και συναισθημάτων.
Ας το αφιερώσουμε σ’ όλους εκείνους τους μεγάλους πρωταγωνιστές της ζωής μας, που αψηφώντας ακόμα και αγνοώντας την ματαιότητα και την προσωρινότητα της δόξας τους, το εφήμερο της δύναμης και της παρουσίας τους στον επίγειο κόσμο, αφήνουν τα ανεξίτηλα σημάδια τους, τις χαρακιές τους βαθιά αυλάκια στα όνειρά μας τα μισοτελειωμένα.
…Τι κι αν ήταν ο χρόνος που μας αιχμαλώτισαν μικρός, τι κι αν ήταν φευγαλέος.
Όσοι δεθήκανε γερά με τις αόρατες κλωστούλες της ψυχής,
έγιναν ένα με το ζωογόνο αίμα που αέναα κυλά, με την πολύτιμη την ύλη των κυττάρων.
Αιώνια ευγνώμονες τους κουβαλάμε αγόγγυστα, κρατώντας τους βαθιά μεσ’ την καρδιά, εκεί που χτίσανε το πριν και την ελπίδα του μετά,
για νάβρουν έτοιμη την θέση για να φωλιάσουνε παντοτινά,
όσοι στερνά θαρθούνε σαν νέοι βασιλιάδες, να κατακτήσουνε το μέλλον της ζωής μας...
Οι παρόντες – απόντες βασιλιάδες της Ασίνης, που «τα παιδιά τους αγάλματα, τα καράβια τους αραγμένα σε άφαντο λιμάνι, κι οι πόθοι τους φτερουγίσματα πουλιών», φαίνεται πως είναι επίσης οι μεγάλοι τυχεροί της ζωής, αφού κατάφεραν να μείνουν οι αλησμόνητοι «που θα γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή τους πάνω στις πέτρες»…
Ας μην επιτρέψουμε να λιγοστέψουν όσο ζούμε, αφού για να νοιώσουμε πληρότητα είναι απαραίτητο να κρατάμε το πολύτιμο άγγιγμά τους στη θύμηση μας.
Άλλωστε υπάρχει πολύς χώρος για όλες μας τις αγάπες, για όλους όσους κατάφεραν να μας συγκινήσουν, να μας συγκλονίσουν περνώντας από την ζωή μας.