Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Το δικό μου πεπρωμένο

Τὸ ρόλο μας τὸν διαλέξαμε οἱ ἴδιοι ἐμεῖς τὴν πρώτη μέρα
ποῦ διστάσαμε νὰ πάρουμε μία ἀπόφαση ἢ ποὺ
σταθήκαμε εὔκολοι
σὲ μίαν ἀναβολή. Μία ταπείνωση
ποῦ δὲν ἀνταποδόθηκε, ἀναπηδάει μία ἄλλη ὥρα σὰν
μαχαίρι, μέσα σου
Γιὰ νὰ
σκοτώσει ὅ,τι πιὸ πολὺ ἀγαπᾶς. Ἕνα μεγάλο
ἀκατόρθωτο ὄνειρο
ποῦ τοῦ 'κλεισες τὴν πόρτα, κάθεται ἀπ' ἔξω χρόνια τώρα
κι ὅταν σὲ βροῦν νεκρὸ κανεὶς δὲν ξέρει ὅτι δὲν ἄντεχες
ν' ἀκοῦς
αὐτὰ τὰ τεράστια ματωμένα νύχια του νὰ γδέρνουνε τὴν
πόρτα σου.
Ὅλα ὅσα ἀρνηθήκαμε - αὐτὸ εἶναι τὸ πεπρωμένο μας.

Από το έργο «Οι τελευταίοι» του Τάσου Λειβαδίτη, από τις εκδόσεις Κέδρος

Ποιος είναι αυτός που «ζει το πεπρωμένο του»; Αν αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα δεν είναι πεπρωμένο, τότε από τι αυτό συντίθεται; Αξίζει να το ζήσει κανείς; Γιατί ο Γκάτσος στην «Αμοργό» μας προκαλεί να μη γίνουμε πεπρωμένο; Ποιος το αρνείται, ποιος το ακολουθεί και ποιος το κάνει χαρακτήρα του;

Ο Στέφανος, ο ήρωας του ποιήματος του Τάσου Λειβαδίτη, είναι αποκαλυπτικός για τις φοβίες και τις ανασφάλειες όλων μας. Αυτό που ζεις, λέει στον καθένα μας, είναι ο δρόμος των επιλογών σου από τη στιγμή που στάθηκες δειλός ενώπιον των ευθυνών σου. Από τη στιγμή που δίστασες να αναλάβεις την ευθύνη για τη ζωή σου, να την οδηγήσεις όπου μπορείς εσύ ο ίδιος, από τότε ενσαρκώνεις τον ρόλο ενός άλλου μέσα στην ίδια σου τη ζωή.

Ταπεινώνεις τον εαυτό σου κάθε φορά που τον αφήνεις να γίνεται ό,τι θέλουν τρίτοι. Ο εαυτός σου όμως δεν ξεχνά. Και κάποτε σε εκδικείται. Έρχεται να ζητήσει την ύπαρξή του ακόμη κι όταν εσύ τον θεωρείς από χρόνια χαμένο. Τότε αναπηδάει εντός σου αυτό το μαχαίρι που θέλει να σκοτώσει ό,τι πιο βαθειά αγαπάς. Οι ευτελείς σου συνήθειες, η εικόνα σου στα μάτια του κόσμου, τα ανέξοδα βολέματά σου, η εγωιστική σου ευτυχία, όλα αυτά θα αποτελούν τον αγαπημένο σου ξένο εαυτό. Αυτόν τον εαυτό που το μαχαίρι της γνησιότητας που μαζί του έχεις γεννηθεί, θα κυνηγά να σκοτώσει, θα σου φανεί εν τέλει άχρηστος. Σου προσέφερε μια ήρεμη βολική ζωή δίχως όμως την έκσταση των ουσιαστικών σχέσεων, χωρίς τη χαρά να αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι αληθινά, δίχως τη σιγουριά πως έζησες τη ζωή που θα ήθελες.

Θα γυρεύεις πάντοτε έναν προσδιορισμό σωστού ή λάθους στην κάθε σου κίνηση, λες και η ζωή ζητά να την εξηγήσεις. Θα φοβάσαι να αντικρύσεις κατάματα πως σωστό και λάθος δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η ευθύνη σου απέναντι στο κάθε τι που αποφασίζεις να κάνεις, και το μέτρο στο οποίο την κουβαλάς. Αλλιώς θα παραμένεις αιώνια ένας δραπέτης της ίδιας σου της ζωής, θα ζεις όπως θα ήθελαν να σε βλέπουν οι άλλοι και θα αντλείς ασφάλεια όχι μέσα από τις υγιείς σχέσεις σου με ανθρώπους αλλά μέσα από τον καθρέφτη του ίδιου σου του εαυτού.

Αυτό το «μεγάλο ακατόρθωτο όνειρο» της ζωής που θα ήθελες να ζούσες, θα παραμένει για πάντα έξω από τη πόρτα των αποφάσεών σου, «θα γδέρνει με τα τεράστια ματωμένα του νύχια την πόρτα» μα εσύ θα προσποιείσαι πως δεν ακούς. Δε θα αντέχεις να τ’ ακούς και θα αρνείσαι να εγκαταλείψεις την αδιαφορία σου για ό,τι αξίζει να αγωνιστείς, θα ζητάς δίχως να δίνεις, θα μεγαλώνεις σκορπισμένος σε τόσα άλλα μέρη έξω απ’ το σώμα σου, θα γερνάς αγκαλιά με τη συμβατική ζωή σου και στο τέλος δε θα είσαι σε θέση να ξεχωρίσεις αν είχες πεθάνει προτού πεθάνει και το σώμα σου.

Ο Στέφανος στο αριστούργημα του Τάσου Λειβαδίτη, δεν αγαπά τον εφησυχασμό μας. Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας. Όχι ό,τι ζήσαμε, αλλά όλα όσα δεν ζήσαμε. Τα πρόσωπα που αφήσαμε πίσω μας, οι προοπτικές και οι ευκαιρίες που δε δώσαμε στον εαυτό μας, η ποιότητα της ζωής όπως θα θέλαμε να είναι, η αίσθηση της γνησιότητας πίσω από κάθε μας πράξη, η ικανοποίηση της δημιουργίας και της προσφοράς, οι τόσες δυνατότητες για πληρότητα ζωής, το ανεπανάληπτο και το ανεπανόρθωτα μοναδικό.

Πέραν τούτων υπάρχει ο εύκολος δρόμος που οι περισσότεροι ακολουθούμε, η ανεύθυνη ζωή της κοινωνικής σύμβασης, της υποταγής στην κοινωνική αποδοχή, ενός δρόμου που ακολουθείς μέσα από τα μάτια άλλων εκτός του εαυτού σου. Συχνά αναρωτιέμαι: με ποιο δικαίωμα και στο μέτρο ποιας αφέλειας, αυτόχειρες σαν κι εμάς νομίζουν πως «ζουν»; Για ποια ελευθερία μιλάνε μέσα από ποιες φυλακές;

Η δικαιοσύνη κι η αλήθεια δεν ξεχνούν. Εμείς ζώντας «γι’ αυτό που δε θα γίνουμε ποτέ...» δεν θα μαθαίνουμε σωστά κι έτσι με ακίνδυνη ασφάλεια θα ξεχνάμε πάντα...

4 σχόλια:

ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ είπε...

Θα μου επιτρέψετε αγαπητέ Υπουργέ να έχω κάποιες ενστάσεις-διαφοροποιήσεις στην πετυχημένη ανάλυσή σας. Δεν είναι το πεπρωμένο μας, κατ’ εμένα, όλα όσα αρνηθήκαμε, όσα δεν ζήσαμε, παρά όσα πράξαμε με την θέληση, την λογική και την ψυχή μας.
Το πεπρωμένο, η μοίρα μας, είναι η Θεϊκή καθοδήγηση στην λήψη αποφάσεων ορθών και υπευθύνων την δεδομένη στιγμή που κληθήκαμε να τις πάρουμε.
Αν όμως στην πορεία δεν τις χειριστούμε σωστά, επηρεαζόμενοι από την αναπόφευκτη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους ή από απρόβλεπτα γεγονότα που μας επιφυλάσσει η ζωή, ενδέχεται να πάρουν δυσάρεστη τροπή, να μην απολαύσουμε την «αίσθηση της πληρότητας», να μην δούμε τον «απέραντο κόσμο», όπως είχαμε σχεδιάσει, να ματαιωθούν όλες οι προσδοκίες μας…
Και ερωτώ. Υπάρχει περίπτωση ο δρόμος των επιλογών μας, εκείνος που υποτίθεται ότι θα μας οδηγήσει στο όνειρο, στην ύψιστη επιδίωξη, να κρύβει φιλοδοξία, εγωισμό, φιλαυτία;
Ενδέχεται ο μακρινός στόχος, το όνειρο που εναγωνίως κυνηγάμε, μη και στο μέλλον κλαίμε μετανοιωμένοι που το παρακάμψαμε, αποδειχτεί μικρότερο των προσδοκιών μας, μια χίμαιρα που είχαμε εξιδανικεύσει μη έχοντας την δυνατότητα εκ των προτέρων να γνωρίζουμε διεξοδικά όλες του τις παραμέτρους;
Τι θα φταίει τότε; Η μοίρα, οι συγκυρίες, το κακό πεπρωμένο, η κρίση μας ή οι λάθος αποφάσεις μας;
Πως θα διαχειριστούμε την ματαίωση, την απογοήτευση αφού θα έχουμε σπαταλήσει αφοσίωση, ψυχή, πίστη, χρόνο;
Μήπως είναι τελικά εγωιστής και αιθεροβάμων, ίσως και ευκολόπιστος αυτός που αδιαφορεί για τις επιπτώσεις στους γύρω του, καθώς ασχολείται μόνο με το δικό του στόχο-όνειρο, ξεχνώντας, εγκαταλείποντας, πληγώνοντας όσους αγαπά, με μοναδικό σκοπό να το εκπληρώσει;
Δειλιάζει και φοβάται να αντιμετωπίσει την στιγμή εκείνη που θα τον καταδιώξει, θα τον τρυπήσει "το μαχαίρι" του «μεγάλου ακατόρθωτου ονείρου» του;
Η μικρή θυσία του εγώ μας, καθώς το βάζουμε σε δεύτερη θέση, μπορεί να απαιτεί μια δύσκολη απόφαση, ένα χαμένο όνειρο, μια αναστολή του υπέρμετρου αυθορμητισμού, ένα μικρό παράπονο, όμως αποτελεί μεγάλη απόδειξη ότι ξέρουμε εμπράκτως να προσφέρουμε αγάπη σε ότι δημιουργήσαμε κι ας εμπεριέχει μικρές ελλείψεις, ατέλειες και λάθη. Δεν λέγεται υποταγή μα ούτε στέρηση ελευθερίας, αυτό το φέρσιμο, παρά νιάσιμο και αγάπη πέρα από τον εαυτό μας.
Ο Τάσος Λειβατίτης επισημαίνει:
. . . Κύριε αμάρτησα ενώπιόν σου
ονειρεύτηκα πολύ
έτσι ξέχασα να ζήσω
μόνο μ' ένα μυστικό που τόχα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον πραγματικό κόσμο
αλλά κανείς δεν με γνώριζε
σαν τους θαυματοποιούς
που χάρισαν όλη μέρα το χαμόγελο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στη σοφίτα τους
πιο φτωχοί κι απ' τους αγγέλους
ζήσαμε πάντα αλλού
και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε,
για λίγο . . .
Έτσι μου έχει αποκαλύψει μυστικά η ζωή, χτες και σήμερα. Για το αύριο πάντα ελπίζω…
Το καλό όνειρο είναι πάντα το συλλογικό όνειρο. Είναι εκείνο που περικλείει και τα ηθελημένα όνειρα όσων υπάρχουν μέσα στη ζωή μας, γύρω από αυτή. Ναι να ζεις για την ζωή, όχι για την όμορφη πλασματική εικόνα της στους τρίτους, συμφωνώ.
Αλλά ακόμα κι αν πιστεύουμε ότι «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον» τότε αφού εκείνο μας βρίσκει και δεν το δημιουργούμε εμείς, πως μπορούμε να αρνηθούμε κάτι που αδυνατούμε να ορίσουμε, κάτι που θάρθει οπωσδήποτε να μας βρει;
«Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ’ ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εδώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.»

Υπουργός ονείρων είπε...

Πολύ εύστοχη ενδιαφέρουσα η σκέψη σου Ενδελέχεια. Οι ερωτήσεις σου πολλές και οι ενστάσεις καλοδεχούμενες.
Για να αποφύγω κάποιες παρεξηγήσεις θα ήθελα να σημειώσω πως κι εγώ πιστεύω πως το καλύτερο όνειρο είναι το συλλογικό όνειρο. Αυτό όμως που καταδεικνύει ο Λειβαδίτης στο άρθρο του, που δέχομαι κι εγώ, είναι η προσωπική ευθύνη του καιενός να διαμορφώσει το όνειρό του. Εκεί μάλλον δεν χωρούν πολλοί, αν και η εκπλήρωσή του μπορεί να τους προυποθέτει.
Το τι θα θέλεμε να γίνουμε και δε γινόμαστε, δε γίναμε είναι ένα χρέος ανεξόφλητο στον εαυτό μας που θα μας καταδιώκει πάντα με την επιρροή του γνήσιου και του πληρωτικού.
Όλα τα άλλα θα αφορούν κάποιον άλλον εκτός από εμάς. Μη ξεχνάς πως η μοίρα μας είναι ο χαρακτήρας μας. Πρώτα αυτό κι εκεί μάλλον χρειάζεται την περισσότερη κι ουσιαστικότερη δουλειά...

ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ είπε...

Εκείνο που εξακολουθεί να μου δημιουργεί ερωτήματα, αγαπητέ Υπουργέ είναι το εξής: ενώ είμαστε αφοσιωμένοι σ’ ένα όνειρο, διαμορφώνουμε τις προϋποθέσεις, τις συνθήκες να ευοδωθεί βαδίζοντας προς την εκπλήρωσή του, εμφανίζονται σημαντικής σοβαρότητας και αξίας γεγονότα, αστάθμητοι παράγοντες που μας ανακόπτουν, βάζοντάς μας σε σοβαρά διλήμματα. Τι κάνουμε τότε; Τα παραβλέπουμε γιατί το όνειρο μας περιμένει; Εγκαταλείπουμε την προσπάθεια παίρνοντας την ευθύνη πάνω μας; Από προσωπική εμπειρία έχω να πω, ότι μια τέτοια απόφαση έχει να κάνει με την αξιολόγηση και τις προτεραιότητες που θέτουμε στη ζωή. Τότε το ανεξόφλητο χρέος, και ενός ακόμα μεγάλου ονείρου, νομίζω παραγράφεται, αφού συνειδητά και ηθελημένα το παρακάμψαμε.
Το κενό θα πληρωθεί με το παραπάνω.
Γιατί είμαστε όντα κοινωνικά, άρρηκτα δεμένοι με τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν. Είναι αδύνατον να τους αγνοήσουμε.
Όσον αφορά το ότι: «η μοίρα μας είναι ο χαρακτήρας μας» που πολύ ορθά αναφέρετε, νομίζω πως συμφωνούμε απόλυτα αφού στο παραπάνω σχόλιό μου υποστηρίζω αυτό ακριβώς: «Δεν είναι το πεπρωμένο μας, κατ’ εμένα, όλα όσα αρνηθήκαμε, όσα δεν ζήσαμε, παρά όσα πράξαμε με την θέληση, την λογική και την ψυχή μας. Το πεπρωμένο, η μοίρα μας, είναι η Θεϊκή καθοδήγηση στην λήψη αποφάσεων ορθών και υπευθύνων την δεδομένη στιγμή που κληθήκαμε να τις πάρουμε».
Φαίνεται πως το επιβεβαιώνει με τα σοφά του λόγια και ο Χ. Γκιμπράν:
“Πρόσεξε τις σκέψεις σου γίνονται λόγια,
Πρόσεξε τα λόγια σου γίνονται πράξεις,
Πρόσεξε τις πράξεις σου γίνονται συνήθειες,
Πρόσεξε τις συνήθειές σου γίνονται χαρακτήρας,
Πρόσεξε το χαρακτήρα σου γίνεται η μοίρα σου”.
Το εν λόγω ποίημα «οι Τελευταίοι», που έγραψε ο Τ. Λειβαδίτης στην περίοδο της ζωής του, που τον απασχολούσαν προβλήματα που σχετίζονταν με το θέμα της ήττας της αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο, εμφανίζονται στον στίχο του σαν υπαρξιακοί προβληματισμοί, καθώς επαληθεύτηκε η αποτυχία του μεγάλου ονείρου, το γκρέμισμα ενός οράματος, γεμίζοντάς τον με συναισθήματα φθοράς, πτώσης, αμφιβολίας, πικρίας.
Την ίδια εποχή, τη θέση της απογοήτευσης από το ανεκπλήρωτο ιδανικό της επανάστασης υποκαθιστά η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού. Με την διαίσθηση και όχι με τον νου, με ταπεινοφροσύνη προσπαθεί να προσεγγίσει το Θεό ενώνοντάς τον σε μια σχέση μυστικιστική με τους περιθωριοποιημένους της κοινωνίας.
Εξαγνίζοντάς τους μέσα στο ποιητικό του φως, αφού τους θεωρεί «εντιμότερους αρνητές του συστήματος από τους επαγγελματίες αμφισβητίες».
Καταλαβαίνετε ότι αυτό εννοώ, θέτοντας τον παραπάνω προβληματισμό.
Τι κι αν το όνειρο έσβησε. Υπάρχουν χίλια άλλα πράγματα στη ζωή που θα μας γεμίζουν, θα μας χαρίσουν ευτυχία, θα μας ολοκληρώνουν.

Υπουργός ονείρων είπε...

Όπως και να έχει καλή μου Ενδελέχεια η ζωή θα είναι για πάντα ανώτερη από κάθε όνειρο.
Είναι αυτή που προηγείται και δίνει κάποιο χαρακτήρα στο όνειρο κι όχι το δεύτερο που νοηματοδοτεί τη ζωή.
Συμφωνώ μαζί σου κι επαυξάνω!