Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Αυτοπροσωπογραφία

Θεὲ τῶν χαμένων ψυχῶν, ἐσὺ ποὺ εἶσαι χαμένος ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους θεούς, ἄκουσε μέ!

Ἐσύ, μοίρα γλυκιὰ πού μας παραστέκεις, κι ἐσεῖς τρελὰ περιπλανώμενα πνεύματα, ἀκοῦστε μέ:


Ἐγώ, ὁ πιὸ ἀτελής, κατοικῶ ἀνάμεσα σὲ μία τέλεια φυλή.

Ἐγώ, ἕνα ἀνθρώπινο χάος, ἕνα νεφέλωμα ἀπὸ συγκεχυμένα στοιχεῖα, περιφέρομαι ἀνάμεσα σὲ ὁλοκληρωμένους κόσμους -ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν τέλειους νόμους, ἀπαρασάλευτη τάξη καὶ συγκροτημένες σκέψεις. Ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν διευθετημένα ὄνειρα καὶ τὰ ὁράματά τους εἶναι καταγραμμένα καὶ ἀρχειοθετημένα.

Θεέ μου, οἱ ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι μετρημένες, κι οἱ ἁμαρτίες τοὺς ζυγιασμένες. Καὶ τὰ ἀπροσμέτρητα πράγματα ποὺ διαβαίνουν στὸ θαμπὸ ἡλιοβασίλεμα, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἁμαρτία οὔτε ἀρετή, εἶναι κι αὐτὰ γραμμένα σὲ κατάστιχα.

Ἐδῶ οἱ μέρες καὶ οἱ νύχτες μοιράζονται σὲ ἐποχὲς συμπεριφορᾶς καὶ κυβερνιοῦνται ἀπὸ ἄψογους, ἀκριβεῖς κανόνες.

Νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ κοιμᾶσαι, νὰ σκεπάζεις τὴ γύμνια σου, καὶ τέλος νὰ κουράζεσαι τὴν πρεπούμενη ὤρα.

Νὰ δουλεύεις, νὰ παίζεις, νὰ τραγουδᾶς, νὰ χορεύεις, κι ὕστερα νὰ πλαγιάζεις ὥσπου τὸ ρολόι νὰ σημάνει τὴν ὥρα.

Νὰ σκέφτεσαι ἔτσι, νὰ αἰσθάνεσαι τόσο, κι ὕστερα -μόλις ἕνα καθορισμένο ἄστρο ἀνατείλει στὸν ὁρίζοντα- νὰ σταματᾶς νὰ σκέφτεσαι καὶ νὰ αἰσθάνεσαι.

Νὰ ληστεύεις τὸ γείτονά σου χαμογελώντας, νὰ προσφέρεις δῶρα χειρονομώντας κομψά, νὰ ἐπαινεῖς, νὰ κατηγορεῖς κεκαλυμμένα, νὰ καταστρέφεις ψυχὲς μὲ ἕνα σου λόγο, νὰ καῖς τοὺς ἀνθρώπους μὲ μίαν ἀνάσα σου, κι ὕστερα - μόλις τελειώνει ἡ δουλειὰ τῆς μέρας - νὰ νίπτεις τᾶς χείρας σου.

Ν' ἀγαπᾶς σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς τάξης, νὰ ψυχαγωγεῖς τὸν καλύτερο ἑαυτό σου μὲ προσχεδιασμένο τρόπο, νὰ λατρεύεις τοὺς θεοὺς ὅπως τοὺς ἀξίζει, νὰ μηχανορραφεῖς ἔντεχνα μὲ τοὺς δαίμονες, κι ὕστερα νὰ τὰ λησμονεῖς ὅλα, σὰν νὰ ἔχει πεθάνει ἡ μνήμη σου.

Νὰ σκέφτεσαι ὑστερόβουλα, νὰ στοχάζεσαι μὲ ὑπολογισμό, νὰ εἶσαι ἐλαφρὰ εὐτυχισμένος καὶ νὰ ὑποφέρεις ἀριστοκρατικὰ -κι ὕστερα ν' ἀδειάζεις τὸ ποτήρι ὡς τὴν τελευταία σταγόνα, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τὸ γεμίσεις πάλι αὔριο.

Ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, Θεέ μου, ἔχουν τέλεια προβλεφτεῖ, ἔχουν ἀποφασιστικὰ γεννηθεῖ, ἔχουν γαλουχηθεῖ μὲ φροντίδα, κυβερνιοῦνται ἀπὸ κανόνες, καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὴ λογικὴ κι ὕστερα -σύμφωνα μὲ προκαθορισμένη μέθοδο- σφαγιάζονται καὶ θάβονται.

Κι ἀκόμα, οἱ σιωπηλοί. τάφοι, ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, εἶναι σημειωμένοι κι ἀριθμισμένοι.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνας τέλειος κόσμος, ἕνας κόσμος ὁλοκληρωμένης τελειότητας, ἕνας κόσμος τρανῶν θαυμάτων, τὸ ὠριμότερο φροῦτο στοῦ Θεοῦ τὸν κῆπο, ἡ μεγαλοφυέστερη σκέψη στὸ σύμπαν.

Ἀλλὰ γιατί, Θεέ μου, πρέπει ἐγὼ νὰ βρίσκομαι ἐδῶ; Ἐγώ, ἕνας ἄγουρος σπόρος ἀνεκπλήρωτου πάθους, μία καταιγίδα τρελή, ἐγώ, ποῦ δὲ γυρεύω οὔτε τὴν ἀνατολὴ οὔτε τὴ δύση, ἐγώ, ἕνα ἀλλοπαρμένο θραῦσμα κάποιου πλανήτη ποῦ ἐξεράγη;

Θεὲ τῶν χαμένων ψυχῶν, ἐσὺ ποὺ εἶσαι χαμένος ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι ἐδῶ;

Από τον «Τρελό» του Χαλίλ Γκιμπράν, εκδόσεις Μπουκουμάνη

Το συγκεκριμένο αριστούργημα προέρχεται από το κεφάλαιο του τέλειου κόσμου στο βιβλίο του Γκιμπράν. Πολλές φορές σκέφτομαι τα λόγια αυτά όταν όλοι (ή σχεδόν όλοι) κι όλα (ή σχεδόν όλα) γύρω μου προσπαθούν να με πείσουν πως είμαι κάποιο γρανάζι στο δικό στους κόσμο. Όταν κάποιος κύριος Όλι Ρεν έρχεται ως σωτήρας στη χώρα μου κι οι ειδήσεις εξαντλούνται να με πείσουν για το πόσο φτωχός πρόκειται να γίνω, πόσο αναξιόπιστος απέναντι στους Δυτικοευρωπαίους εθνοσωτήρες μου αποδείχτηκα, και πόσο ανάγκη τους έχω για να ζω ανάμεσά τους, μέρος του όμορφου πολιτισμού τους.

Μαζί με τον Γκιμπράν κι εγώ αδιαφορώ. Αρνούμαι να μπω στη διαδικασία χειραγώγησης που ξεκινά από χίλιους δυο άλλους έξω από τις επιθυμίες μου. Πολύ συχνά ξεχνάμε πως είμαστε ένα κράμα μαζί πολλών ανόμοιων στοιχείων, δωμάτιο με φως που χωρά μαζί το Θεό και τον δαίμονα. Ξεχνάμε πως δεν είμαστε αυτά που λέμε ή κάνουμε αλλά αυτό που φυλάμε μυστικό στη καρδιά μας κι ο πόθος μας να το υλοποιήσουμε.

Ποιος θα μας μιλήσει για τους σιωπηλούς τάφους που έχουμε στη ψυχή ή για το πώς θα θέλαμε να είναι η ζωή μας; Ποιος ενδιαφέρεται για το τι έχει αξία στη ζωή μας, οι άνθρωποι ή ο δέκατος τέταρτος μισθός; Ποιος μπορεί να αφαιρέσει ανθρώπους από την προσωπική μας ιστορία με την ίδια προετοιμασία που προηγείται η κατάργηση των επιδομάτων από τους μισθούς; Όλα αυτά μου είναι αδιάφορα. Πραγματικά αδιάφορα. Όχι πως δεν θα επηρεαστεί σημαντικά, όπως κι όλων μας σε ένα μέτρο, η ποιότητα της ζωής μου. Αυτό όμως που αξίζει και προσέχω περισσότερο δεν είναι αυτό που οι άλλοι νομίζουν πως μέσα από τέλειους νόμους ή σωστά μέτρα μπορούν να ρυθμίσουν το τι και κυρίως πώς θα ζω.

Χρειάζεται να βγεις από αυτό που οι άλλοι θεωρούν ως μέτρο για να μπορέσεις να μετρήσεις διαφορετικά το κόσμο γύρω σου. Χρειάζεται να αρχίσεις να αμφιβάλλεις για τους ανθρώπους γύρω σου που λεν’ ότι έχουν τέλειους νόμους, απαρασάλευτη τάξη και συγκροτημένες σκέψεις. Να γελάς με όσους έχουν διευθετημένα όνειρα και τα οράματά τους είναι καταγραμμένα και αρχειοθετημένα. Αυτούς που νόμισαν πως μπορούν να χωρέσουν το ευτυχώς άπειρο.

Χρειάζεται να πάψεις να μετράς τις μέρες και τις νύχτες σα να μοιράζονται σε εποχές συμπεριφοράς που κυβερνιούνται από άψογους, ακριβείς κανόνες. Να τρως, να πίνεις, να κοιμάσαι, να σκεπάζεις τη γύμνια σου, και τέλος να κουράζεσαι, να δουλεύεις, να παίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, κι ύστερα να πλαγιάζεις την ώρα που θες εσύ κι όχι την πρεπούμενη ώρα. Να μην σκέφτεσαι έτσι, να μην αισθάνεσαι τόσο, κι ύστερα -μόλις ένα καθορισμένο άστρο ανατείλει στον ορίζοντα- να σταματάς να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι. Αυτά άστα για τους επαγγελματίες της ρουτίνας.

Χρειάζεται πάλι να πάψεις να ληστεύεις το γείτονά σου χαμογελώντας, να προσφέρεις δώρα χειρονομώντας κομψά, να επαινείς, να κατηγορείς κεκαλυμμένα, να καταστρέφεις ψυχές με ένα σου λόγο, να καις τους ανθρώπους με μιαν ανάσα σου, κι ύστερα -μόλις τελειώνει η δουλειά της μέρας- να νίπτεις τας χείρας σου, χρειάζεται να κάνεις στροφή στο απίθανο και να σταματήσεις ν' αγαπάς σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης, να ψυχαγωγείς τον καλύτερο εαυτό σου με προσχεδιασμένο τρόπο, να λατρεύεις τους θεούς όπως τους αξίζει, να μηχανορραφείς έντεχνα με τους δαίμονες, κι ύστερα να τα λησμονείς όλα, σαν να έχει πεθάνει η μνήμη σου. Χρειάζεται σε όλα αυτά να βρεις το δικό σου τρόπο, τον κατάδικό σου τρόπο για να είσαι εσύ αυτός που δίνεις αξία στη ζωή σου κι όχι αυτή σε σένα.

Χρειάζεται εξάλλου να σταματήσεις να σκέφτεσαι υστερόβουλα και να στοχάζεσαι με υπολογισμό, να είσαι ελαφρά ευτυχισμένος και να υποφέρεις αριστοκρατικά - κι ύστερα ν' αδειάζεις το ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα, για να μπορείς να το γεμίσεις πάλι αύριο. Άγγιξε την ευτυχία όταν ενσαρκώνεται ή πιες τον πόνο μέχρι τη τελευταία στάλα. Αντέχεις;

Ίσως έτσι καταλάβουμε πως αυτός ο τέλειος κόσμος, ο κόσμος της ολοκληρωμένης τελειότητας που ευαγγελίζεται ο κύριος Όλι Ρεν, ένας κόσμος τρανών θαυμάτων, μας είναι ή πρέπει να μας είναι ξένος.

Εγώ τουλάχιστον του τον χαρίζω. Και σε αυτόν και στους ευρωπαίους δικτάτορες εθνοσωτήρες και στους δικτάτορες εθνοσωτήρες πολιτικούς μας και στους δικτάτορες γελοίους δημοσιογραφίσκους μας. Ζητώντας απάντηση κι εγώ από τον Θεό, μονολογώ μαζί με τον συγγραφέα: Θεέ μου, πρέπει εγώ να βρίσκομαι εδώ; Εγώ, ένας άγουρος σπόρος ανεκπλήρωτου πάθους, μια καταιγίδα τρελή, εγώ, που δε γυρεύω ούτε την ανατολή ούτε τη δύση, εγώ, ένα αλλοπαρμένο θραύσμα κάποιου πλανήτη που εξερράγη;
Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι εδώ;

2 σχόλια:

filologina είπε...

Το κείμενο είναι εντυπωσιακό. Μαγεύτηκα με τη γραφίδα του Χαλίλ Γιμπράν. Που το ξετρύπωσες αυτό το αριστούργημα;
Τα σχόλιά σου εξαιρετικά. Θα ήθελα απλά να προσθέσω πως αντί να ζούμε έτσι όπως θέλουν κάποιοι άλλοι ας ζούμε στο μέτρο που μπορούμε όπως θέλουμε οι ίδιοι.
Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα...

Volta είπε...

Απίστευτο κείμενο. Πολύ σπουδαίο. Μου φαίνεται πως οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στη δημοσιονομική κατάσταση της χ΄΄ωρας μας θα πρέπει να μας ενεργοποιήσουν περισσότερο στη τροχιά της αφύπνισης της εθνικής μας συνείδησης