Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Λάλημα φρικτόν

Κ' ἐνῶ πλησίαζε ἡ ὥρα τῶν Χαιρετισμῶν, παρατηροῦσα τὰ μαγαζιά, τοὺς μαγαζάτορες καὶ τοὺς ἐνσκήπτοντες νεαροὺς ἀλάστορες, ἄλλων ἄτυχων γονέων. Ὡραία καταστήματα, ποὺ ἐπιδείκνυαν προκλητικῶς ὄμορφα κατασκευάσματα, ἄλλα γοητευτικῶς ἄχρηστα κι ἄλλα ἀχρήστως γοητευτικά. Κι ἔβλεπα τοὺς νέους καὶ τὶς νέες μέσα στὰ μαγαζιὰ ἐκεῖ, μόνον νέοι σχεδὸν ἦταν ἐκεῖ μέσα, ὅλοι τους εὐσταλεῖς, χαλαροὶ μέσα στὴν κατανάλωση καὶ ὑποθερμικὰ παρόντες σ' ὅλη αὐτὴν τὴν ἀπουσία ἔντασης. Οὔτε ἢ ὀμορφιὰ τῶν πραγμάτων, οὔτε ἢ εὐειδής τους ρώμη, ἀπένειμε κάποιο νόημα στὸ τοπίο τῶν ὠνίων τῶν ὀνείρων τους.

Κι ἀναρωτιόμουν : τί στὴν εὐχή, αὐτὴ ἢ σαχλαμαροειδὴς ὁμοιομορφία τοῦ ἀγοράζω μέσα στὸ ἄντε νὰ σερνόμαστε, ὅ,τι νὰ 'ναι, ὅπου νὰ 'ναι καὶ ὅποια μέρα νὰ 'ναι; Παρασκευὴ τῶν Χαιρετισμῶν κι ὅπου νὰ 'ναι στὶς ἐκκλησιὲς παντοῦ, ἢ αἰώνια Ἑλλὰς θὰ ἐκτόξευε πάλι στὰ ὕψη, τὸ ὡραιότερο ποίημα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸν Ἀκάθιστο. Ἢ ζῶσα παράδοση, πρότεινε σ' αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ γίνουν πυριφλεγεῖς Πύραρχοι, κι αὐτὰ τὰ ξενέρωτα χάζευαν κουρελαρίες τύπου ἄντε νὰ σὲ σινιάρουμε. Γιατί τέτοια ἀφασία; Πῶς αὐτὴ ἢ ἀκηδία; Καὶ δηλαδή, χάθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ μηδενοπωλεία νὰ κλείνουν μισὴ ὥρα νωρίτερα, τέσσερεις Παρασκευὲς τὸν χρόνο καὶ νὰ τρέχουν ὅλοι τους μαζὶ νὰ χαζέψουνε τὸ ὡραιότερο σοῦπερ-σώου της χρονιᾶς (τῆς κάθε χρονιᾶς), τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου, ἀντὶ νὰ τ' ἀκουμπᾶνε σὰν βλαχαδερὰ στὸ Μέγαρο Μουσικῆς, ὅπου ὡς γνήσιοι Ρωμιοὶ σκυλοβαριοῦνται, μόλις παύουν νὰ ἀλληλοχαζεύουν τὰ πλουμίδια, ποῦ κρεμάσανε στὶς κρεμάστρες τῶν κορμιῶν τους; Τί πλουμίδια καὶ τί στολίδια ψάχνουν τὶς Παρασκευὲς τοῦ Ἀκαθίστου;


Από το «Χέσαιτο ει μαχέσαιτο» του Κώστα Ζουράρι, εκδόσεις Αρμός

O Κώστας Ζουράρις μένει αποσβολωμένος όταν η κόρη του, τού ζητά χρήματα να πάει για ψώνια. Μιλάει για μάρκες ξένες με άριστη χρήση αργκό και λέξεων ξένων, απευθυνόμενη στον πατέρα της. Εκείνος καταθέτει ως προβληματισμό το παραπάνω κείμενο, γενικεύοντάς το για όλα τα παιδιά της εποχής μας αφού προτιμούν την ώρα που «στις εκκλησιές παντού, η αιώνια Ελλάς θα εκτόξευε πάλι στα ύψη, το ωραιότερο ποίημα της ελληνικής γλώσσας, τον Ακάθιστο», να βρίσκονται «χαλαροί μέσα στην κατανάλωση και υποθερμικά παρόντες σ' όλη αυτήν την απουσία έντασης. Ούτε ή ομορφιά των πραγμάτων, ούτε ή ευειδής τους ρώμη, να απονέμει κάποιο νόημα στο τοπίο των ωνίων των ονείρων τους».

Κάπως έτσι, απροβλημάτιστα, ανέξοδα κι ανεύθυνα η ομορφιά από τη ζωή μας χάνεται. Μοιράζεται εκεί που γυρεύουμε αιτίες για να νιώσουμε ζωντανοί. Να νιώσουμε πως είμαστε ζωντανοί επειδή αγοράζουμε κι όχι επειδή μαθαίνουμε. Ζωντανοί επειδή καταναλώνουμε κι όχι επειδή αλλοιωνόμαστε. Ζωντανοί γιατί προτιμούμε να σερνόμαστε ξενέρωτοι προς ό,τι γυαλίζει στο μηδέν, παρά να πυρπολούμαστε από έρωτα ενώπιον της Αποκάλυψης που μπορεί να μας μεταμορφώνει.

Κάπως έτσι, με αυτή την απλοϊκή ευκολία των απερίσκεπτων γυρεύουμε την ποιότητα σε μέρη που δε μάθαμε ποτέ. Εκεί που μας υπέδειξαν κάποιοι επειδή γι’ αυτούς αυτό είναι κουλτούρα. Έτσι λοιπόν σερνόμαστε στο Μέγαρο αλλά σύντομα βαριόμαστε. Αντί να επισκεφτούμε μια Εκκλησία για να ακούσουμε αυτό το πολιτισμικό θησαυρό, προτιμούμε να ζούμε κι αυτές τις λίγες ώρες που ψάλλεται ο Ακάθιστος ύμνος, σαν όλες τις άλλες ώρες μέσα στην εβδομάδα. Τόσο αδιάκριτα, τόσο ανεύθυνα, τόσο ανυποψίαστα.

Το πρόβλημα ασφαλώς δεν είναι μόνο προσωπικό. Έχει την αφετηρία του σε όλους εκείνους που με προϊόντα «μηδενοπωλείων» προσπαθούν να μας κάνουν να κοιμόμαστε ξύπνιοι. Κι εμείς χορεύουμε όπως μας χτυπάνε το ντέφι. Χάσαμε την αίσθηση της ποιότητας γιατί απλά αυτή ζητά από εμάς κάποιον ελάχιστο κόπο που δεν μπορούμε να καταβάλουμε. Όταν μια ζωή έχεις σαν δόγμα την ήσσονα προσπάθεια για το βέλτιστο αποτέλεσμα, πώς μπορείς να μπεις στη διαδικασία να ριψοκινδυνεύσεις την απάθειά σου για να εισέλθεις σε δοκιμασίες αγώνων;

Τι να πας να ακούσεις από τον Ακάθιστο ύμνο, σε ποια γλώσσα, για ποιον Θεό; Αυτά είναι ανύπαρκτα. Μας το επιβεβαίωσαν τόσο εμφαντικά οι αδερφοί μας οι Γερμανοί αποκαλώντας τη Γλώσσα μας, μεταξύ μας συνεννοούμαστε με σημαντικά λίγες και απλές στη κατανόηση λέξεις, ενώ ο Θεός μας πέθανε από τη στιγμή που δεν ήταν σε θέση να μας προσφέρει υλικά για την ευζωία μας. Όχι. Ο Ακάθιστος ύμνος δε μας αφορά γιατί η «αφασία» που λέει ο συγγραφέας είναι λιγότερο επικίνδυνη από την «ένταση και τη ρώμη» που απαιτεί το αληθώς ζην. Ο Ακάθιστος ύμνος μιλά για έρωτα, εμείς παραμένουμε «ξενέρωτοι», μιλά για διακινδύνευση, εμείς μιλάμε για ασφάλειες, μιλά για εμπειρία της αλήθειας, εμείς ζούμε την απάθεια του δήθεν.

Με αυτό τον τρόπο, σήμερα το βράδυ που στις Εκκλησίες θα ακουστεί το «ωραιότερο σούπερ-σώου της χρονιάς», εμείς θα τρέχουμε στα «γοητευτικώς άχρηστα κι άλλα αχρήστως γοητευτικά» παντοπωλεία. Εκεί θα γυρέψουμε την έξοδο από την μιζέρια μας, εκεί θα ζητήσουμε την επιβεβαίωση του χρόνου μας, εκεί θα ανταλλάξουμε αξία δίχως τίμημα. Και θα βγαίνουμε το ίδιο κενοί, το ίδιο ανικανοποίητοι, το ίδιο μόνοι. Ο Ζουράρις το λέει πολύ εύστοχα, μάλλον σαν να λυπάται όλους εμάς και τις μικρομεγάλες νοθείες της ομορφιάς μας. Όλους εμάς που δεν είμαστε σε θέση να εννοήσουμε την ομορφιά και την ένταση από το υποκατάστατο και το ελεεινά αδιάφορο. Όλους αυτούς που... «σκυλοβαριούνται, μόλις παύουν να αλληλοχαζεύουν τα πλουμίδια, που κρεμάσανε στις κρεμάστρες των κορμιών τους; Τι πλουμίδια και τι στολίδια ψάχνουν τις Παρασκευές του Ακαθίστου»;

Ό,τι απάντηση δώσουμε κι απόψε το βράδυ, αυτή την είσοδο θα περάσουμε. Κι είτε θα μείνουμε «ξενέρωτοι» είτε θα μείνουμε ερωτεύσιμοι. Προς την αληθινή Ομορφιά λοιπόν...

3 σχόλια:

Volta είπε...

Η αφασία που ονομάζει ο Ζουράρης στο άρθρο μαζί με το "αγοράζω άρα υπάρχω" που χαρακτηρίζει τις συνήθεις όλων μας είναι το πιο απογοητευτικό αυτές τις μέρες.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ προβληματίστηκα αφάνταστα με αυτή την αφασία να γίνεται κάτι σπουδαίο και εμείς να είμαστε στον κόσμο μας.
Νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί δεν μάθαμε ποτέ να ευχαριστούμε, να μαθαίνουμε και να θυσιάζουμε. Αντίθετα προτιμάμε να μας ευχαριστούν, να τους μαθαίνουμε εμείς τα πάντα σε όλους, και να θυσιάζουν όλοι πράγματα για την πάρτη μας.
Η επιλογή του άρθρου σου είναι από τις πιο εύστοχες και πιο εντυπωσιακές σε σχέση με τον χρόνο που την δημοσίευσες.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό κείμενο. Μπράβο. Εξαιρετικός και ο στοχασμός του Ζουράρη.

Ανώνυμος είπε...

εξαίρετο το συναμφότερον κείμενον -ιδικό σας και ζΟUΡΑΡΙ-Εύγε !!