Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Υπέρ της Θωμαής... ακόμη

« …Μοῦ γράφεις παιδί μου τὴ φράση τοῦ Παύλου: «ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ». Ἂν ὁ ὑπαινιγμός σου ἀφορᾶ ἐμένα, γιατί ὑπῆρξα μία ἀφοσιωμένη μητέρα σ’ ἕνα παιδί, ποὺ ἀπὸ πολὺ νωρὶς φανέρωσε μία αἰνιγματικὴ ψυχοσύνθεση, δὲν κάνεις τίποτε ἄλλο ἀπ’ τὸ νὰ συνεχίζεις, κι ἐκεῖ ἀκόμη ποὺ ἔχεις φυλακίσει τὸν ἑαυτό σου, νὰ σκιαμαχεῖς. Γιατί ἀτιμώρητα δὲν ἀπομακρύνεται κανένας ἀπ’ τὶς ρίζες τῆς ζωῆς. Καὶ «ζωή» σημαίνει ἀνθρώπινες σχέσεις. Στὰ ἑβδομήντα μου - ἱκανοποιημένη ἀπὸ πολλά, διαψευσμένη σὲ πολλά, μὰ πάντα ἄγρυπνη μπρὸς στὸ ἀπρόοπτο - ὅ,τι θαυμάζω περισσότερο στὸν ἄνθρωπο εἶναι αὐτὸ τὸ δίχτυ ποὺ ἔπλεξε μὲ τοὺς θρύλους, τοὺς μύθους, τὴ θρησκεία, τὴν τέχνη, γιὰ νὰ παγιδέψει τὸ χρόνο κάνοντας τὴ ζωὴ ὑποφερτή. Καὶ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις εἶναι ἡ ἱερή του συμμαχία σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, ποὺ ἐσὺ ἀρνήθηκες ν’ ἀρχίσεις. Ἡ μεγαλύτερη δόξα σου θἄταν, γιὰ μένα, οἱ γκρίζοι σου κρόταφοι. Γκρίζοι ἀπ’ τὶς ταλαιπωρίες σου σ’ ἕναν πόλεμο, ἀπ’ τὸν ἀγώνα σου νὰ ἐπιτύχεις τὰ πρωτεῖα, νὰ κατακτήσεις μιά γυναίκα, νὰ πλάσεις ἕνα παιδί. Νὰ γεράσεις, μ’ ἕνα λόγο, ὅπως τὸ παλιωμένο ροῦχο. Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἀθανασία, ἀπ’ τὸ ν’ ἀφήσει κανεὶς ἀπογόνους;

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση χθὲς βράδυ ἡ ἀπάντηση τοῦ πέρ, ὅταν τοῦ παραπονέθηκα πὼς ὁ σατανᾶς ἔχει καταντήσει μπαμπούλας τῆς θρησκείας. «Σατανᾶς εἶναι οἱ ἀπωθημένες ἐπιθυμίες, πού μᾶς παρακινοῦν στὴν πάλη», ἀποκρίθηκε. Τί τὸν ἔκανες ἐσὺ γιέ μου, τὸ σατανᾶ σου; Ἀντὶ νὰ παλαίψεις μαζί του, τοῦ παραδόθηκες… Γι’ αὐτό, φτάνοντας στὰ σαράντα σου, δὲ θάχεις μέλλον˙ στὰ πενήντα σου γεγονότα νὰ τὰ διηγηθεῖς˙ στὰ ἑξήντα σου, δράματα γιὰ ν’ ἀναγνωρίσεις τὶς πλάνες σου˙ στὰ ἑβδομήντα σου, χωρὶς παρελθὸν˙ στὰ ὀγδόντα σου, δίχως ἱστορία. Κι ἀφοῦ ὁ ἀνήφορός σου δὲν ἔχει κορυφή, κρίμα στὸν ἱδρώτα σου…

Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεται μπρός μου τὸ καθαρὸ βλέμμα σου – κι ἂς ἀποφεύγω νὰ σὲ κοιτάζω στὶς φωτογραφίες - τὰ μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Ἀναρωτιέμαι, τότε, παιδί μου, πόσο σκληρὸ τρόπο διάλεξες γιὰ τὸ θάνατό μας: Ἐσὺ νὰ πεθαίνεις ἀργὰ - ἀργὰ ἀπὸ αὐταρέσκεια κι ἐγὼ ἀπ’ τὸ ἄγχος νὰ θέλω νὰ σοῦ δώσω μὰ νὰ μὴ μ’ ἔχεις ἀνάγκη. Γιατί πές μου, γιέ μου, ἂν ὑπάρχει πιὸ σκληρὴ μοίρα ἀπ’ τὴ δική μου: Νὰ μὴν ἔχω δικαίωμα νὰ βοηθήσω τὸ παιδί μου…»

Απόσπασμα από την «Αίθουσα του θρόνου» του Τάσου Αθανασιάδη, εκδόσεις Εστία

Πιστεύω πως δεν υπάρχει αναγνώστης της εμβληματικής «Αίθουσας του θρόνου» που να μην έχει σταθεί περισσότερες από μια φορές στην ανάγνωση του γράμματος της Θωμαής Δελόγγη που πέφτει στα χέρια του γιού της, Λουκά λίγο μετά την αυτοκτονία της. Ο ίδιος είχε αποχωρήσει από την λαμπρή οικογενειακή εστία, μετά τις σπουδές του στο εξωτερικό κι ενώ τον περιμένει μια λαμπρή καριέρα δικηγόρου, με πολιτικό προσανατολισμό, μιας κι ο πατέρας του ήταν βουλευτής Κυκλάδων, αυτός τα αρνείται όλα και πηγαίνει στο Άγιον Όρος να μονάσει. Επιστρέφει μετά από πέντε χρόνια, έχοντας, όπως ο ίδιος λέει, ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα του κι έχοντας λάβει τις απαντήσεις που γύρευε στα μεγάλα νοήματα του κόσμου και της ψυχής του. Τη στιγμή όμως της υποδοχής του από τη μητέρα του, αυτή, αφού τον καλωσορίζει με μια ζεστή αγκαλιά, στη συνέχεια πηδάει από το ψηλό πέτρινο μπαλκόνι του νησιωτικού αρχοντικού και ξεψυχά μπροστά στα μάτια του. Ο Αθανασιάδης εννοεί πως η μητέρα του Λουκά δεν μπόρεσε ποτέ να του συγχωρέσει αυτή του την αποστασία από τη ζωή, εννοώντας πως αυτή της η ενέργεια δεν έχει τόση σημασία καθώς αυτή τον θάνατο τον ζούσε κάθε μέρα που ο Λουκάς απουσίαζε από το σπίτι, κι από τις ευθύνες, όμορφες και δύσκολες, της ζωής.

Στο μυαλό μου αυτή η εικόνα γυροφέρνει πολλές φορές. Η στάση της Θωμαής, κατά πως φαίνεται στη συνέχεια του έργου, είναι μια πράξη ασυγχώρητου εγωισμού, ή το απόλυτο μάθημα προς τον γιο της; Η ζωή είναι σχέσεις. Κοινωνία. Αυτό είναι το σημαντικό κι αυτό δεν χωρά να ερμηνεύσει η ηρωίδα στο γιο της. Η αποστασία από τη ζωή, όσο να’ ναι, δεν μένει ποτέ στ’ αλήθεια ατιμώρητη. Αν η δύστυχη Δελόγγη ήταν μια ιδέα χωμένη βαθιά στη συνείδηση του καθενός κι ο Λουκάς ο καθένας από μας σε σημαντικές διαδρομές της ζωής του, είμαι απόλυτα σίγουρος, τα ίδια λόγια θα ακούγαμε. Ο Λουκάς επέστρεψε, αφού πήρε τις απαντήσεις από τον εαυτό του, από την επαφή του με τον Θεό, από τη μοναξιά του. Άραγε ποιον Θεό βρήκε όταν πριν δεν ακολούθησε τη διαδρομή προς αυτόν μέσα από την αγαπητική ριψοκινδύνευση των ανθρωπίνων σχέσεων; Στην κορυφή, σοφή η Δελόγγη, δεν φτάνει κανείς πετώντας, παρά μονάχα έχοντας πρώτα διαβεί με τεράστια κούραση και φθορά αναρίθμητα μέτρα δύσκολης ανάβασης. Η αίσθηση, η αναψυχή της θέας από τη κορυφή, τα διαγράφει όλα; Ίσως όχι όλα, σίγουρα όμως τα δικαιολογεί.

Ο Λουκάς δεν διαλέγει τον εύκολο δρόμο. Ίσα ίσα, που για μια τέτοια κίνηση, που ταυτόχρονα διαγράφει πάμπολλα ευεργετήματα και κεκτημένα, σημαίνει πολλά. Κάποιοι μπορεί να μιλήσουν για ηρωισμό και ανδρεία. Η Θωμαή μιλά για δειλία και φόβο. Αυτό που φαίνεται είναι ο μοναχισμός. Η ουσία όμως δεν είναι αυτός. Αλίμονο! Η ουσία είναι η κάθε μια μικρή ή μεγάλη κρυψώνα που χτίζει ο καθένας από εμάς μέσα και γύρω από τον εαυτό του για να αποφύγει την ανάληψη του φορτίου της ευθύνης για τη ζωή του. Πόσοι από εμάς δε κρυφτήκαμε πίσω από ανασφάλειες, από ανούσια χόμπυ, από «αξεπέραστες» αντιξοότητες, από δύσκολους ανθρώπους, από κομπλεξικές αγκυλώσεις ή στραβοτιμονιές της μοίρας; Λες και η ζωή μάς είχε ποτέ ανέξοδα χαρίσει το συμβόλαιο της αιώνιας ευτυχίας.

Οι μεγάλες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα δεν κρύβονται σε κανένα βιβλίο, σε καμία κινηματογραφική αίθουσα, σε καμία γαστριμαργική γεύση, σε κανένα μουσικό άκουσμα, σε καμία πανέμορφη φωτογραφία. Οι απαντήσεις εκείνες που κάνουν τη ζωή άξια να την ζήσεις κρύβονται στην άβυσσο του διπλανού σου ανθρώπου. Βρίσκονται στην ισόβια πορεία που κάνεις να γνωρίσεις και να κάνεις αξιαγάπητο πρώτα τον εαυτό σου, για να τον μοιράσεις στη συνέχεια από και με αγάπη, βρίσκονται εν τέλει σε οποιονδήποτε κι οτιδήποτε μπορείς να δώσεις και να πάρεις αγάπη.

Ο συλλογισμός της Δελόγγη στο σημείο των ηλικιών είναι χαρακτηριστικός. Λίγο αργότερα η ίδια η Γλαύκη, η βασική ηρωίδα του μυθιστορήματος, θα επαναλάβει αυτή τη σκέψη μεταφέροντας στο Λουκά έναν στίχο του Έλιοτ για τον γέρο των ογδόντα ετών δίχως μέλλον. Ο άνθρωπος αυτός που αυτάρεσκα, (τι έξυπνη διατύπωση από τον Αθανασιάδη!) έζησε όλη του τη ζωή για πάρτη του, για να είναι ο ίδιος ευτυχισμένος. Αυτή η αυτάρκεια, η εμετική παγίδα να μην σε έχει και να μην έχεις ανάγκη κανέναν, καταντά στο τέλος η φυλακή που ο άνθρωπος στοίχειωσε τη ζωή του, δίχως να ζήσει τα μεγάλα, πλούσια και όμορφα ταξίδια στη χώρα μιας άλλης προσωπικότητας. Μένει μόνος, γερνά πιο μόνος, αυτοθαυμάζεται, προστατεύεται, δεν παθαίνει τίποτα γιατί δεν διακινδυνεύει τίποτα˙ η ασφάλεια είναι η καταδίκη του, η ποινή, το αντάλλαγμα για μια δίχως κίνδυνο ζωή.

Την Θωμαή περισσότερο από όλα την κάνει δυστυχισμένη η ανικανότητά της, η άρρητη μα έμπρακτη απαγόρευση του γιου της, να εκδηλώσει σε αυτόν την αγάπη της. Σαν να μην την έχει ανάγκη, σαν να μην έχει ανάγκη να αγαπηθεί και να αγαπήσει. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ο Θεός γιατί ο ίδιος είναι Αγάπη. Ο Λουκάς, όμως, η Θωμαή, ο καθένας από εμάς για να ζήσει την αγάπη, για να γίνει αγάπη, χρειάζεται τουλάχιστον έναν άλλον έξω από αυτόν. Ο αποκλεισμός, η εύκολη αυτασφάλιση στα εύκολα και ακίνδυνα συναισθήματα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ξεκινούν την κόλαση μια ώρα νωρίτερα, ή καλύτερα μια ζωή νωρίτερα. Και βέβαια κόλαση δεν είναι οι τεράστιες φθορές, τα μοιραία λάθη, οι κραυγαλέες διαψεύσεις και τα ανανταπόδοτα συναισθήματα στις ανθρώπινες σχέσεις. Κόλαση είναι μάλλον η απομόνωση, η ανευθυνότητα, η απουσία από τη ζωή, η ασφάλεια, το εγωκεντρικό σύμπαν που μέσα του μετρά ο χρόνος και οι μέρες μας.

Όσες φορές κι αν διαβάζω την επιστολή της Θωμαής, πάντα παίρνω το μέρος της, πάντα την καταλαβαίνω, μολονότι ο Λουκάς και ιδιαίτερα συμπαθής μού είναι και την πράξη του καταλαβαίνω απόλυτα. Ίσως σε κάποια άλλη ζωή να καταφέρω να βρω το ατόπημα στη συλλογιστική της Δελόγγη. Δυστυχώς όμως ως τότε, παλεύοντας καθημερινά με τον «σατανά» της ηρωίδας και του περ Γκρεγουάρ, θα συνεχίσω να παίρνω το μέρος της. Μάλλον θα χρειάζομαι πολύ χρόνο να αποκαθηλώσω από τις δικές μου βεβαιότητες μία μία όλες αυτές τις παγίδες που δεν συνιστούν ζωή. Ποιος ξέρει, ίσως τότε κι εγώ θα μπορώ να λέω πως «φτάνοντας στα σαράντα μου, θα χω μέλλον˙ στὰ πενήντα μου γεγονότα να τα διηγηθώ˙ στα εξήντα μου, δράματα για ν’ αναγνωρίσω τις πλάνες μου˙ στα εβδομήντα μου, παρελθὸν˙ στὰ ογδόντα μου, … ιστορία…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: