Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Το καπέλλο

Ἄνθρωποι ποὺ πέρασαν τὴ ζωὴ τοὺς ρυθμισμένα καὶ ἤρεμα,
ἀνάμεσα σὲ ὧρες ἐργασίας καὶ ἀμίλητα συζυγικὰ νεκρόδειπνα.
Λίγος καφὲς στὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ γιὰ τὴ χώνεψη,
λίγα ὄνειρα γιὰ τὸ φόβο τῆς καρδιοπάθειας,
λίγη ἐλεημοσύνη γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Ὥσπου μία νύχτα, σηκώνονται στὴ μέση του δείπνου ξαφνικὰ
ἀπὸ συνήθεια, μάλιστα παίρνουν καὶ τὸ καπέλλο τους-
καὶ χάνονται.
Ποῦ πᾶνε; Κανεὶς δὲν ξέρει. Μὰ ἡ δίψα τοὺς καίει
καὶ ἡ ἀπόγνωση μεγαλώνει τοὺς ὁρίζοντες.

Ἔτσι σκέφτηκαν, δηλαδή, νὰ κάνουνε γιὰ μία στιγμή.
Ὕστερα πέρασε. Σκουπίζουνε τὸ λίγο ἱδρώτα πλάι στὴ μύτη
καὶ μπαίνουνε ἀθόρυβα στὴν κρεβατοκάμαρα. ἐνῶ στὸ διάδρομο
μένει μονάχο, πάνω στὴν καρέκλα τὸ καπέλλο
σὰν τὸ πικρὸ ἀνάχωμα ἑνὸς τάφου,
ποῦ σκέπασε βαριὰ καὶ ἀνέκκλητα
ὂλη τή ζωή τους.

Από τα «Ποιήματα» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος

Το καπέλλο του Τάσου Λειβαδίτη υπήρξε για χρόνια το σύμβολο όλων εκείνων των αποτυχημένων και φανατικά φιλόδοξων, παρά λίγο επαναστάσεων που ποτέ δεν τόλμησα στη ζωή μου. Πάντα λίγο πριν το μεγάλο βήμα, πριν το πρώτο βήμα της παρ’ ολίγον ζωής, αυτή η δαιμονιώδης δειλία, η ανασφάλεια των τολμηρών άγνωστων ριψοκινδυνεύσεων, μού χάιδευε απαλά τις παλάμες και κρατώντας με από τον ώμο με κάθιζε πάλι στην καρέκλα, εκεί στη μέση του δείπνου. Το καπέλο μου επέστρεφε στη θέση του, κι αύριο μέρα είναι, αύριο θα κάνω την επανάστασή μου, αύριο θα φύγω, αύριο θα αλλάξω, αύριο θα γίνουν όλα καινούρια.

Κι η μια μέρα διαδέχονταν την άλλη, οι ώρες εργασίες πλήθαιναν, τα συζυγικά νεκρόδειπνα επαναλαμβάνονταν με αφόρητη πλήξη, πάντα με λίγο καφέ στο τέλος, έτσι για την χώνεψη, τα λιγοστά φιλήσυχα όνειρα ακολουθούσαν σαν τη συνταγή γιατρού για το φόβο της καρδιοπάθειας, ενώ η ελεημοσύνη σε φτωχούς και στον εγωισμό μου, εξασφάλιζε την μια για πάντα σωτηρία της ψυχής μου.

Η ζωή κάπου αλλού ανάσαινε αλλά σίγουρα όχι μέσα μου. Η μοναξιά και η κατάθλιψη χτυπούσαν τη πόρτα μου, φίλοι και γνωστοί συμβούλευαν διάσημους ψυχολόγους ή έκαναν σοφές προτάσεις για διασκεδάσεις που σε κάνουν να ξεχνάς για λίγο τα προβλήματά σου, δίχως να τα αντιμετωπίζεις, μόνο να τα ξεχνάς˙ να προσποιείσαι πως δεν υπάρχουν και να περνάς δήθεν ευτυχισμένος λίγες στιγμές δήθεν ζωής, ανάμεσα σε δήθεν φίλους, χτίζοντας μια δήθεν εικόνα εκείνου του εαυτού που πάντα ζήλευες και πάντα μισούσες.

Πρέπει επιτέλους να πάρω το καπέλο μου και να διαβώ τούτη την σκουριασμένη πόρτα της ρημαγμένης καθημερινότητας. Κανείς δεν θα το πάρει χαμπάρι. Για το καπέλο μου μόνο θα αναρωτηθούν που λείπει, όχι για μένα. Εγώ ήμουν πάντοτε απών, δεν θα καταλάβουν την απουσία κάποιου που ποτέ δεν τους έλειψε. Κανείς ή σαν όλους, τι διαφορά έχει το όνομα; Διαφορά έχει μόνο εκείνο το καπέλο που πήρα για να περάσω την πόρτα, να διαβώ μόνος κι επικίνδυνος τον κόσμο έξω από μένα, τον τόσο όμορφο, τον θεϊκά πλασμένο πανέμορφο κόσμο που τάζει ολημερίς αμέτρητες χαρές να κατακτήσεις˙ έναν αλλιώτικο κόσμο έξω από τις ελεεινές συνήθειες μιας καθημερινότητας δίχως μαγεία, δίχως ομορφιά και δίχως θαύμα. Το θαύμα όμως είναι δικαίωμα του καθενός. Σωστά φόρεσα το καπέλο μου, έξω μπορεί να βρέχει ή να έχει ήλιο, το καπέλο μου είναι σίγουρα κάποιο είδος προστασίας.

Έτσι κάπως το καπέλο μου από εισιτήριο για την ελεύθερη ζωή που πάντα ήθελα ν’ αρχίσω, έγινε η αυτασφάλιση των πιο ακίνδυνων καθημερινών μου κατακτήσεων. Να εργάζομαι εξασφαλίζοντας έναν σίγουρο μισθό, να δειπνώ με τη σύζυγό μου δίχως να ανταλλάσσουμε ούτε ψίχουλο από τον εαυτό μας, να πίνω πάντα μετά το φαγητό τον σκέτο καφέ μου για τη χώνεψη όσων δεν χωνεύονται, να ονειρεύομαι άτολμα και μετρημένα, έτσι για να μην εκραγεί στα σπλάχνα μου η καταπιεσμένη μανιωδώς ονειροπαρμένη καρδιά μου, δίνοντας πάντα ό,τι ποτέ δεν ήταν δικό μου σε ανθρώπους με απλωμένο το χέρι, απλωμένη τη ψυχή και τις ελπίδες, έτσι γιατί, καθώς μάθαινα στα σχολικά βιβλία και στις εκκλησίες που πήγαινα, μόνο δίνοντας κάτι κι όχι εσένα, η ψυχή σου σώζεται, σώζεται σε αντάλλαγμα της ζωής σου. Αλλά ποιος αλήθεια νοιάζεται στ’ αλήθεια για τη ζωή σου; Αρκεί που σώθηκε η ψυχή σου, αρκεί που μετά το θάνατό σου θα βρεις τον χαμένο Παράδεισο, εκείνον που ποτέ δε γεύτηκες σε τούτη τη ζωή.

Η δίψα μου, το θυμάμαι με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες ήταν μεγάλη, κι αυτή η απόγνωση έκανε τους ορίζοντες όλο και πιο μεγάλους. Κι ενώ κάθε φορά πλησίαζα, αυτοί κάθε φορά απομακρύνονταν, όλο και πιο μακριά, όλο και πιο πέρα, δίχως τέρμα, δίχως προορισμό, δίχως κάπου να ξαποστάσω τη κούραση και τη νοσταλγία μου. Κι έτσι κάπως κουράστηκα! Κουράστηκα να περπατώ χωρίς να φτάνω στο τέρμα, κουράστηκα να θαυμάζω την αιώνια τεράστια έκπληξη˙ εγώ ήθελα μικρές εκπλήξεις, μικρές και λίγες, δεν τα μπορώ τα θαύματα που αλλάζουν ζωές, που κρατούν για μια ζωή, τι θέλω εγώ εδώ κυνηγώντας τους ατέλειωτους απέραντους ορίζοντες; Όχι, θα μου περάσει˙ να θα σκουπίσω λίγο τον ιδρώτα πλάι στη μύτη και θα διαβώ τον διάδρομο ώστε να μπω αθόρυβα στη κρεβατοκάμαρα! Μα αλήθεια αυτό είναι το θαύμα! Η αιώνια τεράστια έκπληξη είναι τελικά αυτή που τόσο χρόνια υπομένω. Το γιατί και το πώς! Η ίδια καθημερινότητα, δίπλα σε αγαπημένες συνήθειες που εξασφαλίζουν αμέτρητες βεβαιότητες, αμέτρητες ασφάλειες, αμέτρητες υποθέσεις κι αμέτρητες ανοχές. Είναι αλήθεια, δεν είμαι εγώ για επαναστάσεις, ποιος αλήθεια έχει ανάγκη τις επαναστάσεις σε έναν κόσμο που έμαθε να μη φοβάται, να μη χάνει, να μη τολμά, να μην αγαπά, να μην πιστεύει σε ολόκληρους ανθρώπους ολοκληρωμένων ζωών; Οι ανολοκλήρωτοι άνθρωποι μένουν αιώνια άκληροι επειδή το μόνο που γεννούν είναι μικρές εξασφαλισμένες βεβαιότητες από τη μια γη του εαυτού τους ως την άλλη χώρα του πιο κρυφού εαυτού τους. Έξω από αυτόν καμία πατρίδα, καμιά αλήθεια, καμιά ζωή. Οι επαναστάσεις δεν οδηγούν πουθενά, το καπέλο θα μένει κρεμασμένο, αιώνια ασφαλές στο διάδρομο.

Τώρα που ξαπλωμένος βρίσκομαι στην ασφαλή κρεβατοκάμαρά μου, πλάι στην σίγουρη, δίχως ελπίδες και φόβους για αλλαγές πραγματικότητά μου, σαν να βλέπω πιο καθαρά το κρεμασμένο στο διάδρομο ολοκαίνουριο καπέλο μου. Στ’ αλήθεια μοιάζει με το πικρό ανάχωμα ενός τάφου που σκέπασε βαριά κι ανέκκλητα τη ζωή μου όλη. Το ανάχωμα ενός τάφου που φιλοξενεί τη ζωή που δεν έζησα˙ τα όνειρα που δεν κυνήγησα, τις προοπτικές που δεν ριψοκινδύνευσα, τις σχέσεις που δεν ολοκλήρωσα, τους ανθρώπους και τον εαυτό μου που δεν αγάπησα αληθινά ως το πάντα, αληθινά και όμορφα από το εδώ και τώρα ως το παντού για πάντα. Αυτά βέβαια προϋποθέτουν αιματηρές επαναστάσεις και τολμηρούς επαναστάτες. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να φορέσω το καπέλο μου και να κάνω ένα βήμα, το πρώτο βήμα. Αλλά να, που γρήγορα και ασφαλώς επέστρεψα στο πικρό ανάχωμα του τάφου μου, πιο σίγουρος πως δεν είμαι εγώ για επαναστάσεις, πιο σίγουρος πως αυτή είναι η καθημερινότητά μου, αυτός είμαι εγώ, αυτή η ζωή κι αυτός ο τάφος μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: