Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Η πλάνη

Κάθε ιστορία από τα παραμύθια των παιδικών μας χρόνων έχει δυο ήρωες. Έναν καλό κι έναν κακό, έναν όμορφο κι έναν άσχημο, έναν πλούσιο κι έναν φτωχό. Το δικό μας παραμύθι έχει κι αυτό δυο ήρωες, έναν που ξέρει κι έναν που αγνοεί, έναν που έχει δίκιο κι έναν άδικο, έναν που φταίει κι έναν που είναι αθώος. Ας ονομάσουμε αυτούς τους ήρωες Α. και Φ.

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν ήταν ένα αντρόγυνο, ο Α. κι η Φ. που ζούσαν ευτυχισμένοι για χρόνια. Μια μέρα ο γείτονας του σπιτιού τους είδε τον έναν από τους δυο να βγαίνει από την πόρτα, να την χτυπά πίσω του και να ανταλλάσσει με τον άλλον βαριές κουβέντες και κατηγορίες. – Πάει, είπε ο έκπληκτος γείτονας, όλη αυτή η μακρόχρονη ευτυχία ήταν τελικά μια μεγάλη πλάνη…

Η Τάνια Τσανακλίδου ερμηνεύοντας το 2001 το Τετάρτη βράδυ μάς είχε χαρίσει έναν όμορφο στίχο που χώραγε τις εξής λέξεις: Δε ξαναμπαίνω σ’ αυτή την πλάνη, να γίνω κάτι που το πετάς. Η αλήθεια είναι πως έκτοτε μικρές και μεγάλες πλάνες πλημμύρισαν τις εποχές της ζωής όλων μας. Ο καθένας κι η πλάνη του που θα’ λεγε και μια ψυχή. Όντως σε τούτη τη ζωή ο καθένας μας είναι καταδικασμένος να κουβαλά, να ζει συμφιλιωμένος, με τις μικρές και τις μεγάλες πλάνες του. Αδιέξοδο; Άγνοια; Καταφύγιο ή ακόμη και δειλία; Ό,τι από όλα και να ισχύει στην περίπτωση του Α. και της Φ. η πλάνη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από εκείνο το σχοινί δίχως άκρη, που κανείς δεν τους έμαθε πώς να το λύνουν ή καλύτερα κανείς δεν τους χάρισε το μαχαίρι με το οποίο κόβεται. Κι αυτοί προσπαθούσαν ισόβια να το λύσουν. Λύνεται ο γόρδιος δεσμός, σπάει ο φαύλος κύκλος δίχως μαχαίρι; Άντε να δώσεις απάντηση γυρεύοντας δια βίου την άκρη.

Αν προσπαθήσεις να αριθμήσεις τη διαδρομή αυτού του τοπίου, από τα πρώτα χρόνια που έμαθες να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, είναι σίγουρο πως ο αριθμός θα είναι μεγαλύτερος από τις αρχικές εκτιμήσεις. Είναι βλέπεις κι όσα ονομάζονται απογοήτευση ή διαψεύσεις που έρχονται να κάνουν τούτο τον αριθμό σημαντικά μεγαλύτερο. Αδύνατον να μη τις γνωρίσεις; Αδύνατον!

Τότε, αφού η μοιρολατρεία φαίνεται να αποκτά δύναμη μεγαλύτερη από την προσωπική ελευθερία προς τι η ανησυχία για ό,τι τόσο αναπόδραστα μετατρέπεται σε ανάμνηση; Γιατί να απορούμε που η γοητεία γεννά την απογοήτευση κι ο έρωτας τη ρουτίνα ή και την άρνηση; Μήπως τελικά είναι μια μεγάλη πλάνη να πιστεύουμε, να θέλουμε να πιστεύουμε, πως όλα τα καλά κρατάνε για πάντα, πρέπει να κρατάνε για πάντα, αξίζει να κρατούν για πάντα;

Απαντήσεις μπορούν να δοθούν άπειρες. Εδώ θα καταθέσω αυτό που έχω ως τώρα ανακαλύψει, αυτό που σε λίγο θα γευτούν ως δεδομένο ο Α. κι η Φ. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Από τα αρχαία χρόνια, αιώνες συμπυκνωμένης σοφίας μάς έμαθαν πως ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος. Εδώ λοιπόν είναι το σημαντικό. Η έννοια του τέλους. Το τι ορίζει ο καθένας μας ως τέλος και βέβαια με ποιο περιεχόμενο. Εάν δε δεχόμαστε την αέναη αλλαγή της καθημερινής γέννησης και του καθημερινού θανάτου τότε το τέλος ως οριστικό δεδομένο είναι κάτι αναπόφευκτο. Το τέλος που μοιάζει με τον θάνατο, αυτόν που σταματά τη ζωή κι ό,τι την θυμίζει.

Για τους ερμηνευτές της άλλης πραγματικότητας ωστόσο το τέλος είναι μια διαδικασία που μπορεί να συμβαίνει κάθε μέρα, προϋποθέτοντας όμως ισόποσα ξεκινήματα. Τούτο σημαίνει πως κάθε αρχή ωριμάζει σε κάτι άλλο κι αναπόφευκτα πεθαίνει για να γεννηθεί κάτι άλλο. Δεν αγαπάς για παράδειγμα δέκα χρόνια τον ίδιο άνθρωπο. Όχι. Απλά είσαι 3652 μέρες ερωτευμένος μαζί του. Κάθε μέρα ξεχωριστά. Κάθε μέρα που ξυπνάς και θες να είσαι ερωτευμένος μαζί του γνωρίζεις κατάβαθα μέσα σου πως το ίδιο βράδυ αυτό που νιώθεις μπορεί να έχει σβήσει. Κάθε νέα μέρα είναι ένα νέο ξεκίνημα που θα τελειώσει το βράδυ. Κι η κάθε μέρα θα κάνει τον λογαριασμό της μαθαίνοντάς σε το τι αξίζει να ζει κανείς ως έρωτα κι ως αγάπη.

Ο Α. κι η Φ. πιθανότατα παρασύρθηκαν από τις άλλες πλάνες, τις εύπεπτες και πολυδιαφημιζόμενες. Τους έρωτες των τρίτων, των τηλεοπτικών σήριαλ, των βιβλίων και της φαντασίας. Ό,τι όμως δεν γίνεται βίωμα δεν απέχει και πολύ από την αποτυχία, το σφάλμα αν αυτό ακούγεται καλύτερο. Οι μεγάλοι έρωτες που γεννούν μεγάλη αγάπη στη διάρκεια των χρόνων δεν χτίζονται με φωτοβολίδες και Σαββατοκύριακα σεξουαλικής γνωριμίας σε νησιά. Δε χτίζονται περισσότερο με τις πρώτες εύκολες εντυπώσεις μεταξύ δυο ανθρώπων που δεν έχουν διάκριση να τρέφονται συναισθηματικά έξω από τον εαυτό τους. Στη πρώτη δύσκολη στιγμή, στις επόμενες πολλές δύσκολες στιγμές ο χωρισμός φαντάζει λογικός, το ρήγμα γίνεται χάσμα, η ασυμφωνία αδιαπραγμάτευτη δικαιολογία. Οι όροι της λήξης θυμίζουν τηλεοπτική εκπομπή: έπαψε να σου αρέσει; Σε κούρασαν οι διάλογοι; Το σενάριο; Νύσταξες; Άλλαξε κανάλι, ακριβώς όπως στην τηλεόραση έτσι και στις ανθρώπινες σχέσεις! Άνθρωποι που μεγάλωναν με πλάνες πώς να ξέρουν να διορθώνουν αντί να πετάνε την πολυκαιρισμένη τους καθημερινότητα;

Τα σήριαλ και οι σύμβουλοι σχέσεων το είπαν ξεκάθαρα, όταν κάτι παύει να είναι τέλειο παύει να σε αφορά, διώξε το δεν είναι για σένα, εσύ είσαι μοναδικός, ανεκτίμητος, αληθινά τέλειος μέσα στον τέλειο κόσμο των ιδανικών στιγμών. Μην προσπαθείς να διορθώσεις τον άλλον, μη χάνεις χρόνο για να μάθεις να τον αγαπάς και να σε αγαπάει, μην ξοδεύεις τον έρωτά σου σε κάποιον που δεν καθρεφτίζει αέναα την τελειότητα της ζωής που φαντάζεσαι. Πρέπει να μοιράσεις το τέλειο σώμα, τα τέλεια συναισθήματα, την τέλεια σκέψη και τις τέλειες προοπτικές σου σε άλλους τέλειους ανθρώπους. Να σε χρησιμοποιήσουν και να τους χρησιμοποιήσεις, να μάθεις και να μάθουν, να δοκιμάσεις και να σε δοκιμάσουν, να σε πλανέψουν και να πλανευτείς. Η ζωή σου δικαιώνεται εκεί που βρίσκεις τον τέλειο κόσμο, όχι εκεί που τον δημιουργείς! Για κόπους είμαστε τώρα, για θυσίες κι αγώνα; Όχι δα. Ο έρωτας κι η αγάπη είναι κάτι που βρίσκεις εύκολα, όχι κάτι που χτίζεις κάθε μέρα.

Όπως τα παραμύθια των παιδικών μας χρόνων έτσι κι η ιστορία του Α. και της Φ. τελειώνουν με τα ίδια λόγια. Αφού κράτησε ο καθένας για τον εαυτό του τα επίθετα που ήθελε, χάρισε τα περισσεύματα των άσχημων χαρακτηριστικών στον άλλο και συνέχισε να μετράει τις μέρες στα χρόνια του. Ζήσαν λοιπόν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Αυτοί έζησαν καλά γιατί σταμάτησαν ό,τι τους πονούσε. Τι κι αν κάθε τι που αξίζει πονάει κι είναι δύσκολο; Τι κι αν η αγάπη είναι μια διαδικασία καθημερινού αγώνα κι άθλησης στην ισόβια εμπιστοσύνη; Ποιος θέλει να πονάει; Ο εαυτός του καθενός συμβούλευε ελευθερία, ευτυχία, δικαίωση και χαρά. Αυτός ξέρει. Δε ζει με αυταπάτες και πλάνες. Ο εαυτός έχει δίκιο, όχι ο άλλος, ποτέ ο άλλος, πονά να αγαπάς και να εμπιστεύεσαι τον άλλον, όχι ο εαυτός έχει πάντα δίκιο, αυτός τα ξέρει όλα. Κι έτσι ζήσαν αυτοί καλά. Το καλύτερα δεν το βρήκαν ποτέ πια. Αυτό ανήκει σε μας, σε όλους όσοι έξω από τη σχέση τους διαπίστωναν τη μεγάλη πλάνη πίσω από τη μακρόχρονη ευτυχία. Εμείς οι αμέτοχοι θα ζούμε πάντα καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: