Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Στον κόσμο που ολοένα νυχτώνει

Είμαι στη στάση του Ηλεκτρικού και πλησιάζει ο συρμός. Μια παρέα τριών νέων βρίσκεται δίπλα μου κι ο ένας από αυτούς ζητάει εισιτήριο για το ακυρωτικό μηχάνημα. Κανείς δεν του δίνει. Φίλους έχει, ας βρει ένα. Πριν λίγο δεν ανέβηκε από τα εκδοτήρια; Δεν μπορούσε να αγοράσει από εκεί ένα; Τι μας ενοχλεί; Θύματα ψάχνει; Έχω ένα αλλά θα το χρειαστώ, το έχω ανάγκη, εγώ θα του δώσω; Χαμένη η παρτίδα φίλε μου! Το τρένο έρχεται και ανταπόκριση καμιά! Ξαφνικά, ένας ηλικιωμένος πλησιάζει τον απογοητευμένο νέο και του δίνει ένα εισιτήριο. Ο νέος τον ευχαριστεί και παράλληλα του προσφέρει το αντίτιμο του εισιτηρίου. Ο ηλικιωμένος τού χαμογελά και αρνείται τα χρήματα λέγοντάς του: Την επόμενη φορά που θα χρειαστώ εγώ, θα μου δώσεις εσύ. Ο συρμός έρχεται, γνωστοί και άγνωστοι επιβιβαζόμαστε, οι δυο πρωταγωνιστές του επεισοδίου μπαίνουν σε ξεχωριστά βαγόνια, ο συρμός ξεκινά, η ζωή συνεχίζεται.

Από συνήθεια μάλλον, βγάζω από τη τσάντα μου ένα βιβλίο από τα πολλά που κάθε φορά φροντίζω να έχω μαζί μου και το ανοίγω στη σελίδα που το είχα αφήσει. Το κλείνω εκνευρισμένος στη στιγμή. Τα βάζω με τον εαυτό μου. Τι ανοησία! Τι προκλητική ανοησία! Να σου προσφέρει η ζωή τόσα και τέτοια όμορφα μαθήματα κι εσύ να γυρεύεις στα χυμένα μαύρα γράμματα που απλωμένα πάνω σε ολόλευκες σελίδες υπόσχονται συγκινήσεις και τάζουν δασκάλους. Κλείνω το βιβλίο, το τοποθετώ πίσω στη θέση του, γυρίζω το βλέμμα στο παράθυρο, κάθε φθινόπωρο άλλωστε ο κόσμος ολοένα νυχτώνει, με τα μάτια μιλώ στα απογευματινά τοπία, με το μυαλό στο μάθημα που πήρα.

Ποιος έδωσε και ποιος πήρε; Ποιος αλήθεια είναι αυτός ανάμεσα στους ήρωες του επεισοδίου με το εισιτήριο που κέρδισε, έχασε κανείς, τι εν τέλει κάνει έναν άνθρωπο σπουδαίο ακόμη και μέσα από τις μικρές στιγμές του; Δεν το μαθαίνω τώρα. Απλά τώρα το ξαναζώ, το εντυπώνω βαθύτερα. Αυτός που αιώνια κερδίζει και θα κερδίζει είναι αυτός που δίνει και θα δίνει. Μοιραία θα είναι αυτός που με το να δίνει θα λαμβάνει τα περισσότερα ή και όλα. Να δίνει όμως με τον τρόπο που δίνουν οι κατ’ εξαίρεσιν σπουδαίοι (και γι’ αυτό εξαιρετικοί)˙ χωρίς αντάλλαγμα! Δίχως να περιμένουν τίποτα, ούτε καν το δίκαιο ευχαριστώ.

Το τρένο προχωράει, τα απογευματινά τοπία εναλλάσσονται, από το μυαλό μου παρελαύνουν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που σχετίστηκα βαθειά μαζί τους. Μαζί με αυτούς κι εγώ. Άνθρωποι που μοιάζουμε ανίκανοι να δικαιολογήσουμε την ιστορία δίχως να ορίσουμε τον άξονα, το κέντρο της γης γύρω από το σαρκίο μας. Άνθρωποι που μετράγαμε τις εντυπώσεις μας στα συναισθήματα που δίναμε για να γυρίσουν πίσω σε εμάς ως ανταπόδοση, ως οφειλή ή ως χρωστούμενο. Άνθρωποι που δεν διανοηθήκαμε ποτέ να ριψοκινδυνεύσουμε τις εσχατιές της αγίας εμπιστοσύνης γιατί ποτέ δεν νοήσαμε τους τόπους της ως λυτρωτικά ιερούς. Για εμάς οι άγιοι τόποι παρέμεναν τα σύνορα από την ικανοποίηση ως την ασφάλειά μας, οι άγιοι χρόνοι οι στιγμές που μας έδιναν μικρές και μεγάλες δικαιολογίες να θαυμάζουμε τον εαυτό μας. Ως εκεί.

Αλήθεια πόσοι και πόσοι δεν κρύφτηκαν απ’ τη ζωή μας σαν αντίκρισαν αυτό τον εαυτό για τον οποίο περήφανοι δεν υπήρξαμε ποτέ, αλλά τον κουβαλούσαμε ως πληγή ή ως αρρώστια, πόσοι δεν προτίμησαν την άρνηση ή την λήθη σαν πάψαμε να τους δίνουμε ό,τι είχαν ανάγκη ή ό,τι επιθυμούσαν; Στ’ αλήθεια υπάρχουν σχέσεις δίχως ανταλλάγματα κάθε είδους, υπάρχουν άνθρωποι που με ισορροπία τις διατηρούν είτε πρόκειται για τη μητέρα στο παιδί, για τον πιστό φίλο ή τον μανικό εραστή; Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν δίχως να παίρνουν, που χαρίζουν και τη ζωή τους από αγάπη, δίχως να ζητούν αντάλλαγμα κανένα, υπάρχουν άραγε έστω και λίγοι που δεν λιποτακτούν όταν γυρνούν πικρά διαψευσμένοι στην πατρίδα των ονείρων τους με άδεια χέρια; Γιατί να δώσουν; Γιατί να μείνουν; Γιατί να μην ξαναγυρίσουν στη δική τους πατρίδα, στη γη που γυρίζει γύρω από τον εαυτό τους, στο μέλλον που χωρά το παρελθόν μόνο (κι εξευτελιστικά μόνο) ως ανάμνηση και το παρόν σαν ανεπίγνωστη ελεημοσύνη;

Σε ποιον τόπο να περπατήσεις, με ποιους ανθρώπους να συγχρωτιστείς δίχως να ορίσεις το όποιο επίπεδο σχέσης σαν ένα επίπεδο δοσοληψίας (άσχετα με το τι δίνεις αρκεί κάτι να πάρεις, έστω και λίγο), πώς είναι δυνατόν να είσαι πάντα εσύ ο άλλος σε ένα κόσμο που έχει μάθει, και λατρεύει να ζει με τους κανόνες κι όχι με τις εξαιρέσεις; Κι αν τώρα κάθε βράδυ γυρνάς στα σκοτεινά δωμάτια του μυαλού σου, έχοντας συντροφιά μόνο τον εαυτό σου, εάν δε μπορείς να εξηγήσεις πώς στο καλό γίνεται και ενώ είσαι τόσο καλός στις προσθαφαιρέσεις να είσαι πάντα εσύ που χάνεις, γιατί εσύ πάντα να χάνεις, γιατί να μη μπορείς να ζήσεις την πληρότητα αφού δεν έχεις τίποτα, μην απελπίζεσαι. Κάποιος ηλικιωμένος κύριος, σε κάποιο σταθμό του ηλεκτρικού ένα ηλιόλουστο απόγευμα ξέρει το μυστικό και σίγουρα θα το μοιραστεί μαζί σου, τόσο απλά, όσο το να σου δώσει ένα εισιτήριο, μόνος αυτός ανάμεσα σε τόσους, έτσι, δίχως αντάλλαγμα, δίχως να περιμένει τίποτε, ούτε καν και το δικαιολογημένο ευχαριστώ, έτσι απλά, δίχως να σε ξέρει, ούτε από την καλή ούτε από την ανάποδη, απλά και μόνο επειδή δεν τον ενδιαφέρει τι χάνει ή τι του προσφέρεις, μόνο τι δίνει, ή ορθότερα, να δίνει.

Ο συρμός πλησιάζει στο τέρμα, σηκώνομαι κι εγώ, έφτασα στο τέλος του προορισμού μου, η μέρα λιγόστεψε, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα συμπεράσματα απλά θα αυλακώνουν σκέψεις, συναισθήματα και συμπεράσματα, οι άνθρωποι θα έρχονται και θα φεύγουν, θα δίνουν και θα παίρνουν, θα φεύγουν σαν πάψουν να παίρνουν, θα ξαναφτιάχνουν τους ανθρώπινους κανόνες, θα επιστρέφουν στη γεωγραφία του ατομοκεντρικού τους κόσμου, θα φτιάχνουν σχέσεις και ιστορία με σχέδια ευρύχωρων και γι’ αυτό άδειων ψυχών που χωράνε τα πάντα καθώς, δες ειρωνεία, στα σχέδιά τους υπάρχει μόνο είσοδος, μα έξοδος καμία. Κι όλοι αυτοί; Οι άνθρωποι της δικής μου ή της δικής σου ιστορίας που δεν τόλμησαν, δεν τολμούν είναι το πιο σωστό, να γίνουν εξαίρεση; Μαντεύεις; Στέκομαι στην άκρη του έρημου πια σταθμού. Βγάζω το βιβλίο από την τσάντα και ανοίγω στο μέρος που το είχα αφήσει. Μα ναι! Θυμάμαι καλά! Τελικά υπάρχουν φορές που και τα βιβλία μαθαίνουν να μιλούν με εκφράσεις σαν να δίνεις δίχως ανταπόδοση καμία ένα εισιτήριο σε ένα άγνωστο παιδί:

Γιατί ἀληθινὸς χρυσὸς ρόδου ἀενάου καὶ ἔλαιο ροδόεν στὴν καρδιά μας μένει ἡ μνήμη μόνο τῶν ἀνθρώπων πού μας ἀγάπησαν χωρὶς ἀνταλλάγματα ἐκείνων ποὺ -ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν ὅσο ζοῦσαν, ἔτσι καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους- ξέρουν νὰ ἀθωώνουν. Γι’ αὐτοὺς θὰ μιλήσουν κάποτε τὰ ποιήματα.

Καὶ ξαφνικὰ οἱ μέρες μάκρυναν κι ἀντέχουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: