Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Στον κήπο του Επίκουρου

Προσπαθούσα εδώ και πολύ καιρό να βρω χρόνο να ολοκληρώσω ένα έργο μεταξύ φιλοσοφίας και εμπειρικής ψυχοθεραπείας: Στον κήπο του Επίκουρου του σπουδαίου Ίρβιν Γιάλομ. Η αλήθεια είναι πως ένιωθα πως είχα καλύψει πλήρως το θέμα του πένθους και του θανάτου με το εξαίρετο Πένθος του π. Φιλόθεου Φάρου. Στο φιλοσοφικό του έργο πάντως ο Γιάλομ επιχειρεί μια νέα προσέγγιση πλαισιωμένη από διάστικτες φιλοσοφικές ιδέες του Επίκουρου (θεωρώντας όπως κι εκείνος, ότι η ρίζα του κακού στην ανθρώπινη δυστυχία είναι ο αδιάλειπτός μας φόβος για τον θάνατο) και δικές του κλινικές περιπτώσεις.

Νομίζω πως τα δυνατά σημεία του έργου είναι πολλές σκόρπιες αναφορές σε θεωρίες φιλοσόφων της αρχαιότητας ή νεώτερων επιστημόνων. Από ένα σημείο και πέρα γίνεται εμφανές πως ο συγγραφέας επιχειρεί να πείσει πως ο φόβος του θανάτου στην ουσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από το φόβο μας να αντιμετωπίζουμε με πληρότητα τη παρούσα ζωή. Η έκφραση του είναι συγκεκριμένη: πεθαίνεις τόσο άσχημα επειδή έζησες τόσο άσχημα. Ωστόσο το «άγχος θανάτου» είναι πάντα παρόν, αλλά ο άνθρωπος μπορεί ν’ αναπτύξει (σύμφωνα με τον Γιάλομ) δυνάμεις και να συγκροτήσει έτσι τη συνείδησή του ώστε να το αντιμετωπίσει• πιστεύει στη θεραπευτική βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η ψυχοθεραπεία. Πολλές φορές π.χ. ο φόβος είναι συγκαλυμμένος και παρουσιάζεται με διάφορες απροσδόκητες μορφές, τις οποίες μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε, ή υπάρχουν εμπειρίες «αφυπνιστικές», που ωθούν τον άνθρωπο σε μια ζωή πιο πλήρη: Ο Χάιντεγκερ πρότεινε δυο τρόπους ύπαρξης: τον καθημερινό τρόπο και τον οντολογικό τρόπο. Στον καθημερινό μας τρόπο είμαστε εντελώς απορροφημένοι από το περιβάλλον μας και απορούμε για το π ώ ς είναι τα πράγματα στον κόσμο. Στον οντολογικό τρόπο αντίθετα εστιάζουμε την προσοχή μας και αξιολογούμε το θαύμα της «ύπαρξης» αυτό καθεαυτό, και απορούμε που τα π ρ ά γ μ α τ α ε ί ν α ι, π ο υ ε μ ε ί ς ε ί μ α σ τ ε (…) Στον οντολογικό τρόπο όχι μόνο έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση της ύπαρξης, της θνητότητας και των άλλων απαρασάλευτων χαρακτηριστικών της ζωής αλλά και μεγαλύτερο άγχος και είμαστε πιο έτοιμοι να προχωρήσουμε σε σημαντικές αλλαγές. Παρακινούμαστε να αναλάβουμε τη θεμελιώδη ευθύνη μας να κατασκευάσουμε μια αυθεντική ζωή.

Σε πολλά σημεία χρησιμοποιεί άφθονες «αφυπνιστικές» κλινικές εμπειρίες και άλλοτε πάλι παραθέτει ενδιαφέρουσες σχετικές παραπομπές τρίτων. Από αυτές ξεχωρίζουν: «Οι επιλογές αποκλείουν», στο μυθιστόρημα του John Gardner Γκρέντελ (είναι ο αφανής λόγος για το οποίο πολλοί άνθρωποι αποδιοργανώνονται μπροστά στην αναγκαιότητα να πάρουν μιαν απόφαση/ για κάθε ναι πρέπει να ειπωθεί ένα όχι και κάθε θετική επιλογή σημαίνει ότι είσαι υποχρεωμένος να παραιτηθείς από άλλες). Έτσι διστάζεις να «ζήσεις» προκειμένου να μη χάσεις οριστικά κάποιες άλλες ευκαιρίες.
«Όταν είμαστε κουρασμένοι μας επιτίθενται ιδέες τις οποίες είχαμε πριν από πολύ καιρό κατατροπώσει» (Νίτσε) «Να ξαναζείς μια πανομοιότυπη ζωή πάλι και πάλι στους αιώνες των αιώνων», στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε. Πρόκειται για την ιδέα της «αιώνιας επανάληψης», ή της «αιώνιας επιστροφής», που ο Νίτσε θεωρεί την πιο «μεγαλόπνοη σκέψη του», κατά τον Γιάλομ. (Η ιδέα ότι θα ξαναζείς πανομοιότυπη τη ζωή σου πάλι και πάλι στους αιώνες των αιώνων μπορεί να είναι συνταρακτική, μπορεί να είναι και ένα είδος μικρής θεραπείας υπαρξιακού συγκλονισμού. Λειτουργεί συχνά σαν ένα διανοητικό πείραμα που μπορεί να μας συνεφέρει, να μας οδηγήσει ν’ αναλογιστούμε σοβαρά πώς πραγματικά ζούμε). Στο ίδιο πνεύμα της σκέψης του Νίτσε: Καμιά θετική αλλαγή δε μπορεί να επέλθει στη ζωή μας, όσο παραμένουμε προσκολλημένοι στη σκέψη ότι ο λόγος που δε ζούμε καλά βρίσκεται έξω από εμάς τους ίδιους. «Γίνε αυτός που είσαι», φράση που αποδίδεται στο Νίτσε και προβληματισμός που έχει ήδη απασχολήσει τον Αριστοτέλη, τον Σπινόζα, τον Λάιμπνιτς, τον Γκαίτε, τον Ίψεν, την Karen Horney κ.α. φτάνοντας στη σύγχρονη έννοια της αυτοπραγμάτωσης. «Ανάλωσε τη ζωή σου» και «πέθανε τη σωστή στιγμή», συναφείς φράσεις του Νίτσε. «Ό, τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό» του Νίτσε και «Ορισμένοι άνθρωποι αρνούνται το δάνειο της ζωής, για ν’ αποφύγουν το χρέος του θανάτου», φράση του Otto Rank, που αντικατοπτρίζει το ότι ορισμένοι άνθρωποι αποφεύγουν να ζήσουν, ν’ αγαπήσουν, να απολαύσουν επειδή τους τρομοκρατεί η ιδέα ότι θα χάσουν πάρα πολλά. Τέλος, με βάση μια τριάδα δοκιμίων που έγραψε ο Σοπενάουερ, σημασία δεν έχει «αυτό που κατέχουμε», ούτε βέβαια «αυτό που αντιπροσωπεύουμε στα μάτια των άλλων» αλλά «αυτό που είμαστε». Η ποιότητα της ζωής μας προσδιορίζεται από το πώς ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας, όχι από τις ίδιες τις εμπειρίες, ένα θεραπευτικό δόγμα που ανάγεται στην αρχαιότητα. Όλες αυτές οι σκέψεις δεν παρατίθενται μόνο με διδακτικό και αποφθεγματικό χαρακτήρα (πράγμα που είναι ελαφρώς απωθητικό), αλλά με πολλά παραδείγματα από την ψυχοθεραπευτική εμπειρία του Γιάλομ. Άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο τέλος αυτού, του τρίτου κεφαλαίου, "η δύναμη όλων αυτών των ιδεών ενισχύεται από ένα άλλο στοιχείο, τη στενή σύνδεση με τους άλλους ανθρώπους". Η ανθρώπινη μοναξιά μπορεί να είναι διαπροσωπική αλλά και υπαρξιακή. Η δεύτερη μορφή μοναξιάς, η υπαρξιακή απομόνωση είναι πιο βαθιά και πηγάζει από το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο άτομο και τους άλλους ανθρώπους. Το χάσμα αυτό είναι συνέπεια όχι μόνο του γεγονότος ότι ο κάθε άνθρωπος βρίσκεται πεταμένος μόνος του μέσα στην ύπαρξη κι είναι υποχρεωμένος να βγει απ’ αυτήν μόνος, αλλά προκύπτει από το γεγονός πως ο καθένας από μας κατοικεί έναν κόσμο, τον οποίο γνωρίζει πλήρως μόνο ο εαυτός μας.

Ολοκληρώνοντας το βιβλίο στάθηκα στη προσπάθεια του συγγραφέα να πείσει πως τον πόνο και τη μοναξιά του τελευταίου ταξιδιού μπορεί να τον απαλύνει και η πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να συνεχίσει να ζει μέσα από τις αξίες του, τις πράξεις του και τις συνέπειές τους ακόμα κι όταν έχει αποχωρήσει από τη ζωή (δεν μπορείς να πάρεις απ’ αυτόν τον κόσμο τίποτα απ’ όσα σου δόθηκαν. Μπορείς να πάρεις μαζί σου μόνο όσα έδωσες). Αυτή η θετική επίδραση στους άλλους, που διατηρείται και μετά θάνατον, ονομάζεται από τον Γιάλομ «κυματισμοί»). Άλλωστε όπως στη συνέχεια παραφράζει σε μια αναφορά στο βιβλίο κι ο Γούντυ Άλλεν τη θέση του Επίκουρου, «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δε θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: