Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Στο μεγάλο τριανταοχτάχρονο παζάρι της ζωής μου

Και δεν ξέρω πώς, - ήταν η ώρα στοχαστική, κ’ η μοναξιά, κ’ ο τόπος, - έφυγε κ’ η ψυχή μου, πισωδρόμησε στα υγρά και στεγνά μονοπάτια της περασμένης μου ζωής, γύμνωσε τον εαυτό μου, και τον έκρινε και στοχάστηκε.
Τριανταοχτώ χρονών. Πέρασαν τα νιάτα με τα όνειρα, κυλάει ο χρόνος που φέρνει το μεστωμένο άντρα στο κατώφλι του χινοπώρου. Τα γερατειά; Είναι ακόμα μακριά. Μα πού είναι και τα νιάτα; Τι απομένει από την φλόγα της ψυχής, αυτή που φώτιζε τη ζωή με αντιφεγγίσματα πορφυρά; Τι κέρδισα, τι έχασα στο μεγάλο τριανταοχτάχρονο παζάρι της ζωής μου;
Και τότε είδα, και τότε ένιωσα - καθώς ο ήλιος του απομεσήμερου έγυρε κουρασμένος στο δρόμο της νυχτός - πως κύλησαν ανόητα τα χρόνια τα τριανταοχτώ, πως σπαταλήθηκαν δίχως λογισμό και κρίση, δίχως στοχασμό και πείρα, δίχως ηδονή και πίκρα, σε μια τελμάτωση ζωής καθημερινής, καθεωρινής, κουρντισμένης ωσάν ρολόι μ΄ ελατήρια που δεν λένε να σπάσουν ποτέ. Σπατάλησα τα κερδητά μου δίχως να τα χαρώ. Κ’ ήταν ζημιές τα κέρδη, κέρδη οι ζημιές, που ισοσκέλιζαν απελπιστικά όλα τα φύλλα του μεγάλου βιβλίου... Καμιά μεταφορά εις νέον. Καμιά ανωμαλία στους λογαριασμούς. Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με δράμι σ’ όσους ήθελαν να αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος.

Από το «Χαμένο νησί» του Μ. Καραγάτση, εκδόσεις Εστία

Δεν υπάρχουν σχόλια: