Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Η κιβωτός του Αντρέα

Τέλη Αυγούστου πάνω από τον ουρανό της Αττικής, όσο και να πεις είναι περίεργο να εμφανίζονται σύννεφα. Κι όχι αραιά σύννεφα που διαλύονται σε λίγα λεπτά, κάθε άλλο! Σύννεφα γκρίζα και μεγάλα, έτοιμα για δυνατή βροχή. Ο Αντρέας σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του στον ουρανό. Όλα λοιπόν γίνονταν όπως του είχε πει ο ίδιος ο Θεός. Όλα ήταν έτοιμα για τον μεγάλο κατακλυσμό. Τον κατακλυσμό αυτόν τον τόσο υποχρεωτικό για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους που ωστόσο όποτε τον ανέφερε σε γνωστούς και φίλους τον έπαιρναν για τρελό. Να όμως τώρα που στα τέλη του καλοκαιριού τα σύννεφα ήταν έτοιμα να εκπληρώσουν την θεία υπόσχεση. Η κιβωτός του ήταν πια έτοιμη, οι πρώτες στάλες δεν θα αργούσαν να εμφανιστούν. Ναι, ήταν έτοιμος, ο Αντρέας ήταν ο μόνος που είχε προετοιμάσει την κιβωτό, για το καλό της ανθρωπότητας κι ήταν έτοιμος να ζήσει και μετά τον κατακλυσμό. Πριν προλάβει να ξεσπάσει η θεομηνία έσκυψε το κεφάλι στο μέρος της καρδιάς έκλεισε τα μάτια και ταξίδεψε με τη ταχύτητα της σκέψης.

«Για να δω… τα πήρα όλα; Το αγαπημένο μου παιχνίδι, το πρώτο μου φιλί, τα γέλια από τις παιδικές καλοκαιρινές μου διακοπές, τα μακροβούτια μου στη Σέριφο, η νύχτα με τα βεγγαλικά στον Πόρο, το σχίσιμο της καρδιάς τη στιγμή που έκλεισε για πάντα τα μάτια ο πατέρας, την αγωνία για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, το πρώτο μου βαλς μαζί της, η ορκωμοσία μου, το ώτο στοπ από την κατασκήνωση στη πόλη, το εφηβικό μου ημερολόγιο, οι όρκοι που μοιράστηκα με την Κλαίρη, η αγάπη της, η αγάπη μου, το πρώτο μου ξύπνημα δίπλα της, οι έρωτές μας, το θαύμα στα δεκατρία μου, ο πρώτος μου μισθός, ο Μικρός Πρίγκηπας, τα δάκρυα που έχυσα σαν πέθανε ο δάσκαλός μου ο κύριος Μάνος, το πρωινό στην Αμοργό, την αγαπημένη μουσική από τον Χατζιδάκι, τον περίπατο από την Καμαριανή στον άγιο Παντελεήμονα, την ανοιξιάτικη βροχή στον λόφο της Ελισσώς, με τι την σκέπασα τότε; Με τίποτα, απλά την αγκάλιασα και γίναμε κι οι δυο μούσκεμα, κι οι δυο αλλά αυτή μέσα στην αγκαλιά μου…»

Οι πρώτες στάλες της βροχής άρχισαν να ραίνουν το κατεβασμένο κεφάλι του Αντρέα. Δίχως να ανοίξει τα μάτια ο ίδιος συνέχισε να μετρά όλα εκείνα που έπρεπε να έχει φυλαγμένα στην κιβωτό, για το καλό της ανθρωπότητας, για να σωθεί η ανθρωπότητα όπως του υποσχέθηκε ο Θεός… δεν έπρεπε να ξεχάσει τίποτα έξω, εάν τα άφηνε τώρα, αυτά θα χανόταν για πάντα, η ανθρωπότητα θα χανόταν για πάντα!

«Τα ευχαριστώ που πήρα και τα ευχαριστώ που έδωσα, οι συγγνώμες, οι πληγές, το γέλιο του μικρού Παναγιώτη όταν τον πήγα λούνα παρκ, το παγωτό που μοιραστήκαμε, η έκπληξη από τους συναδέλφους στο γραφείο, οι πλάκες στο στρατό, τα πρωτοβρόχια, η εκδρομή στη Βουδαπέστη, το εκμέκ της Λουκίας, τα μια για πάντα ειπωμένα μυστικά, η μοναξιά μου, η αγκαλιά της μάνας μου, η διάρκεια στη χαρά, οι πρώτες φορές που ανακαλύπταμε τους νέους δρόμους, ο κύριος Στέλιος κι η κυρία Μάρθα, η εκδρομή στα Γιάννενα, το κορίτσι που ορκίστηκε πως δε θα με ξεχάσει ποτέ, ο πίνακας του Νίκου, το όνειρο που έζησα, οι αγαπημένες μου ταινίες που τις έβλεπα ξανά και ξανά δίπλα της για να τις δει κι αυτή για πρώτη φορά, το πλοίο για τις Σπέτσες που χάσαμε, τα δάχτυλά μου στα δάχτυλά της, η μουσική από το σιωπητήριο, τα ξενύχτια στη Σκιάθο, η επέμβαση στο πόδι, η βάφτιση της Νικολέτας, η τελευταία εξεταστική, η έκπληξη απ’ την αγάπη της Μυρτώς, το απόγευμα στη Μήλο…»

Ο Αντρέας με μια απότομη κίνηση άνοιξε τα βλέφαρά του και σήκωσε την προσοχή του από το μέρος της καρδιάς. Κι αν είχε ξεχάσει κάτι; Μέρες τώρα μέτραγε όλα όσα έπρεπε να χωρέσει στην κιβωτό που θα έσωζε την ανθρωπότητα. Μέρες τώρα μέτραγε νέες αναμνήσεις και τις στοίβαζε στην κιβωτό που είχε τόσο λίγο χώρο για μια τόσο μεγάλη ζωή. Κι αν έχανε κάτι; Αν ξέχναγε κάτι έξω από την κιβωτό; Αυτό δεν θα πλημμύριζε, δεν θα βυθίζονταν για πάντα από την καταιγίδα της λησμονιάς που συντρίβει άσπλαχνα ανθρώπινες ζωές; Έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός! Σε λίγο έπρεπε να κλείσει την θύρα κι η κιβωτός να ξεκινήσει το ταξίδι της για τη σωτηρία του κόσμου, οι τελευταίες στιγμές από το παρελθόν μια ζωής που θα εξασφάλιζε τη συνέχιση της ανθρώπινης ιστορίας έπρεπε να μαζευτούν.

«… Όλες, νομίζω τις μάζεψα όλες, κάθε λεπτομέρεια αυτές τις μέρες την έχω βάλει μέσα σε τούτη τη κιβωτό». Ο Αντρέας ξανάκλεισε τα μάτια κι έσκυψε το κεφάλι, οι τελευταίες αναμνήσεις έρχονταν βιαστικά να διεκδικήσουν το χώρο τους την ώρα που η θύρα στην κιβωτό έκλεινε για να υποδεχτεί τον κατακλυσμό. «Η ομίχλη στην Αβινιόν, τα ποιήματα, η ανθοδέσμη στη πλατεία Δροσιάς, το χαμόγελο του Φάνη, η βόλτα στις κούνιες με την Ανθή και τη Γωγώ… το φως…».

Η θύρα της κιβωτού έκλεισε με δύναμη την ώρα που ο Αντρέας άνοιγε τα μάτια και σήκωνε το πρόσωπο από το μέρος της καρδιάς. Εκείνη την ώρα ένας κατάμαυρος ουρανός φορτωμένος βαριά σύννεφα είχε αγγίξει τη γη και γέμιζε κάθε βλέμμα της όρασης με απειράριθμες ελάχιστες λεπτομέρειες σε μορφή σταγόνων βροχής. Μια βροχή που γινόταν ολοένα πιο δυνατή, πιο έντονη, ώσπου ξέσπασε ο κατακλυσμός. Ένας κατακλυσμός που κράτησε χρόνια και κατέστρεψε κάθε τι που έπρεπε να καταστραφεί σε τούτον τον κόσμο. Πόσες μέρες πέρασαν χρωματισμένες στα κάτοπτρα άπειρων σταγόνων βροχής, πόσες μέρες δύσκολες, μέρες που η ζωή όλη βρίσκονταν κλεισμένη μέσα στη κιβωτό, μέρες που ο Αντρέας δεν μπορούσε να πατήσει τα πόδια του στη γη, γιατί τότε, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο Θεός, δεν υπήρχε γη, στέρεο έδαφος, μόνο παντού νερό πολύ, νερό από δάκρυα ή βροχή, και το μόνο στέρεο σε τούτη την ατέλειωτη θάλασσα, αυτή η μικρή κιβωτός.

Η ιστορία του κόσμου άλλαξε την μέρα που ο Αντρέας είδε από το παράθυρο της καμπίνας του στη κιβωτό ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο. Οι παλιοί έλεγαν πως αυτό είναι η συμφωνία του Θεού προς τον άνθρωπο, η διαβεβαίωση πως όλα τα άσχημα τελείωσαν, ο κατακλυσμός έπαψε και πια ο ουρανός θα ξαναποκτήσει χρώματα κι οι μέρες θα ξαναγίνουν από αριθμοί, ζωή. Κοίταζε σαν χαμένος την αλλαγή, την ομορφιά, αχ γιατί να μην έχει κλείσει ένα ουράνιο τόξο στην κιβωτό του; Άραγε ο κόσμος θα έχει ουράνιο τόξο όταν η θύρα της κιβωτού ανοίξει; Το ερώτημα δεν τον απασχόλησε πολύ γιατί κάθε φορά που ρωτούσε του απαντούσε σαν θαύμα το μέγεθος της ομορφιάς που είχε εμπρός του να θαυμάζει. Κι έτσι σώπαινε. Απλά κοιτούσε, και σώπαινε.

Ο Αντρέας όμως επειδή δεν θυμόταν καλά την ιστορία του Νώε δεν ήξερε ποια μορφή έχει αυτή η υπόσχεση με το ουράνιο τόξο. Με τι τρόπο ο Θεός δίνει τη σωτηρία που έχει υποσχεθεί στους ανθρώπους. Είναι ένα γεγονός, ένας άνθρωπος, ένας τόπος, μια συγκυρία, ποιος μπορούσε να του πει με ασφάλεια; Κάπως έτσι έχασε άλλον έναν μήνα περιμένοντας να βρει μιαν απάντηση και σαν είδε πως ήταν αδύνατον να τη βρει αποφάσισε να εμπιστευτεί τον Θεό. Αυτός στέλνει τους κατακλυσμούς αυτός θα στέλνει και τα ουράνια τόξα! Έτσι λοιπόν μια μέρα μιας ξεχασμένης άνοιξης, άφησε από την κιβωτό κάτι για να δει εάν θα επιστρέψει, κάτι για να τον βεβαιώσει με ασφάλεια πως ο κατακλυσμός τελείωσε και μπορεί η ανθρωπότητα να συνεχίσει την ιστορία της. Κοίταξε για αρκετή ώρα στην κιβωτό του, άνοιξε ένα μικρό παράθυρο κι άφησε να φτερουγίσει η ελπίδα που ένιωθε όταν ήταν παιδί. Ήξερε πως αυτή θα του μαρτυρούσε με σιγουριά αν υπήρχε ζωή όταν όλα γύρω του θα ήταν ερημιά. Εξαιτίας της δεν θα μπορούσε να υπάρχει κόλαση˙ και την έστειλε. Δυο μέρες μετά η ελπίδα των παιδικών χρόνων του Αντρέα επέστρεψε. Το ταξίδι είχε πια τελειώσει! Ο κατακλυσμός κράτησε στη ζωή ό,τι άξιζε να κρατηθεί, ό,τι ήταν αληθινή ζωή, ό,τι εν τέλει θα ήταν πια δικό του για πάντα.

Το δικό του Αραράτ ο Αντρέας το βρήκε στην οδό Αγίου Νικολάου 23 στον Χολαργό. Στο διαμέρισμα που άραξε η κιβωτός με όσα κατάφερε να χωρέσει μέσα την ώρα που ξεκίναγε ο κατακλυσμός. Ο Θεός απέδειξε για άλλη μια φορά τη σοφία του σώζοντας στο πρόσωπο του την ιστορία της ανθρωπότητας. Μιας ανθρωπότητας που δεν είναι ποτέ πια η ίδια δίχως τον έναν που χάνεται, μιας ανθρωπότητας που αν δεν περιλαμβάνει την ιστορία όλων δεν αξίζει να περιλαμβάνει την ιστορία κανενός. Τα μαθηματικά των τρελών, του Θεού και των σοφών το λένε ξεκάθαρα: ή όλοι ή κανένας. Ο Αντρέας έζησε τον δικό του κατακλυσμό, έχτισε τη δική του κιβωτό και εκεί μέσα κατάφερε να σώσει τη ζωή του. Μια ζωή που σαν βγήκε ζωντανός μετά τον κατακλυσμό την πρόσφερε ατόφια μέχρι την τελευταία της ικμάδα στην ανθρωπότητα που δίχως αυτόν δεν θα υπήρχε ακέραια. Μια ανθρωπότητα που εξαιτίας του έμεινε ολόκληρη αφήνοντας όσα κι όσους βυθίστηκαν στον κατακλυσμό για πάντα χαμένα. «Ο καθένας κι ο κατακλυσμός του, ο καθένας κι η κιβωτός του» μονολόγησε κι ο Αντρέας από το όμορφο καθιστικό του στην οδό Αγίου Νικολάου 23 στον Χολαργό. Έσφιξε στην αγκαλιά του τη σύζυγό του, έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να γράφει την όμορφη συνέχεια στην ιστορία της ανθρωπότητας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: