Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Το Δεσποινάκι κι ο Κεμάλ

Είχα τυλίξει πολύ σφιχτά το κασκόλ μου βγαίνοντας από την κινηματογραφική αίθουσα. Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ στη νυχτερινή Αθήνα ήταν από τα πιο παγωμένα των τελευταίων χρόνων. Από εκείνα που κρίνουν επιτακτική την ανάγκη να σφίξεις περισσότερο το κασκόλ σου, να κουλουριαστείς στο χοντρό σου παλτό, να βρεις μια γλυκιά σκέψη να ζεστάνει το μυαλό σου προτού το σκεπάσεις κι αυτό με το απαραίτητο για τέτοιες καταστάσεις σκουφί. Δεν θα είχα περπατήσει πάνω από δέκα βήματα από την έξοδο της κινηματογραφικής αίθουσας όταν ένιωσα ένα ελαφρύ χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Γύρισα κάπως απότομα με κίνδυνο να ταρακουνήσω τις εικόνες από την ταινία που ήδη ταξίδευαν στη σκέψη μου. Πίσω από την παλάμη που φιλοξενούνταν σε ένα κατάμαυρο γάντι διέκρινα ένα γνώριμο πρόσωπο. Όταν το χέρι κατέβηκε αντίκρισα ξεκάθαρα το πρόσωπο ˙ τα μάτια μου μίκρυναν στη προσπάθειά τους να ταξιδέψουν γρήγορα στις χώρες των μακρινών αναμνήσεων. Τότε μου χαμογέλασε.

-Δεσποινάκι! Το μεγάλο χαμόγελο πίσω από το παιδικό πρόσωπο άνηκε σε ένα παιδί που πριν από οκτώ περίπου χρόνια είχε υποσχεθεί πως θα άλλαζε τον κόσμο! Ήταν η εποχή που συζητούσαμε μεθυσμένοι από στίχους, ανάμεσα σε λόγια θαυμασμού κι απορίας, για τα ποιήματα του Τσέζαρε Παβέζε και τα νυχτερινά οράματα των ασμάτων του Τζουζέπε Ουνγκαρέττι. Οι νέοι, όσο είναι ακόμη μαθητές, έχουν μια ασύλληπτης ευφυΐας ικανότητα να αντιλαμβάνονται το νόημα των σπουδαίων πραγμάτων διαφορετικά. Τι κουβέντες είχαμε κάνει τότε με τους συμμαθητές της Δέσποινας! Τι λόγια, τι υποσχέσεις τι ερωτήματα και τι απαντήσεις έβρεξαν ελπίδες εκείνες τις ώρες που στους τέσσερις τοίχους της παλιάς αίθουσας ακούγονταν τα δρομολόγια του θανάτου που θα έρθει αλλά θα έχει τα μάτια της ικανοποίησης, του έρωτα, του χωρισμού, της γεμάτης ζωής. Μιλούσαμε για ώρες για όσα αξίζει να ζει κανείς, τι είναι άραγε αυτό που σε πάει από την κόλαση στον Παράδεισο και το αντίστροφο, τι είναι τέλος πάντων αυτό που κάνει το σύμπαν ολόκληρο όμορφο.

Στο τελευταίο μάθημα κάποιος είχε φέρει κι ακούσαμε τον Κεμάλ, τον ήρωα των στίχων του Γκάτσου και της μουσικής του Χατζιδάκι, τα τελευταία λόγια χαιρετισμού προς τον γενναίο ήρωα που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο όλο, πως «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ». Στο τέλος εκείνης της μέρας θυμάμαι πως το Δεσποινάκι είχε σηκωθεί, τελευταία αυτή ανάμεσα σε όλους, είχε πλημμυρίσει το χώρο με το φωτεινό χαμόγελό της και είχε δώσει στους παρευρισκόμενους μια μεγάλη υπόσχεση.

– Ο Κεμάλ έκανε λάθος. Ξεκίνησε από τον εαυτό του, ήθελε να τα αλλάξει όλα, αλλά δεν άλλαξε ο ίδιος. Ήταν ήρωας αλλά έμεινε ήρωας. Ως εκεί. Τίποτα πιο ουσιαστικό! Γι’ αυτό απέτυχε. Μόνο μεγάλα λόγια! Χορτάσαμε από ήρωες που δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο επειδή δεν μπορούν να αλλάξουν πρώτα τον εαυτό τους. Δε ξέρω πού θα σταματήσετε εσείς, αλλά αν κουραστείτε ή φοβηθείτε και σταματήσετε μη νιώσετε απελπισία. Αν δεν μπορείτε εσείς, τον κόσμο θα τον αλλάξω όλον εγώ!

Στο νου μου χωράνε ακόμη τα χειροκροτήματα των παιδιών, η αγκαλιά που της έδωσα με όλη την περηφάνια και την βαθιά ελπίδα συμπυκνωμένη σε αυτήν κι η αντανάκλαση της σιγουριάς, της βαθιάς πίστης πως ο κόσμος αυτός θα γίνει καλύτερος, αξίζει και πρέπει να γίνει καλύτερος γιατί τη στιγμή που όλοι θα κουραστούμε θα υπάρχει ένας μικρός αγωνιστής με μεγάλη καρδιά και ακόμη μεγαλύτερα όνειρα κι ελπίδες, ένα πλάσμα με το όνομα Δεσποινάκι που θα συνεχίζει να διορθώνει τα στραβά της ιστορίας και τα λάθη όλων μας.

Μέσα στο έντονο κρύο του χειμώνα τα δυο χαμόγελά μας ταξίδεψαν όλο γλυκύτητα πίσω από τις αγκαλιασμένες μας πλάτες. Έπειτα κοιταχτήκαμε κατά πρόσωπο και αφού της έπιασα τα χέρια δεν μπορούσα να μην την ρωτήσω: -Τον άλλαξες τον κόσμο Δεσποινάκι;

Δίχως να αλλάξει καθόλου το σχήμα του προσώπου της το χαμόγελό της έγινε ακόμη πιο φωτεινό. Με ένα της νεύμα μού έκανε νόημα να γυρίσω τη θέα μου στο παράθυρο του διπλανού αυτοκινήτου που με αναμμένα τα φώτα είχε σταθμεύσει σχεδόν δίπλα μας. Πίσω από τα χνωτισμένα του τζάμια, στα πίσω καθίσματα δυο προσωπάκια δυο μικρών αγγέλων μας κοιτούσαν απορημένα με τα χέρια ακουμπισμένα στο παράθυρο. Δεν πρέπει να ήταν και τα δυο πάνω από τριών ετών. Στο μπροστινό κάθισμα ένας νέος άντρας, ο πατέρας των παιδιών μάλλον, μού χαμογέλασε ζεστά υψώνοντας ελαφρά το χέρι σαν σε χαιρετισμό προς κάποιον άγνωστο κι όμως από κάπου γνωστό. Ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό με χαιρετισμό και τα περίεργα παιδικά βλέμματα με ένα χαμόγελο σαν αγκαλιά γύρισα το πρόσωπό μου στο Δεσποινάκι.

- Μαμά λοιπόν.
– Ναι, μαμά. Πριν λίγα χρόνια Δεσποινάκι, εδώ και δυόμιση χρόνια μαμά. Θυμάστε ποιο είχαμε πει πως είναι το μυστικό που θα αλλάξει τον κόσμο;

Η ερώτησή της βρήκε μια κοινή απάντηση από τα χείλη και των δυο μας. -Η αγάπη που δεν θα κουραστεί! Χαμογελάσαμε μαζί. Έπειτα εκείνη μου έσφιξε τις παλάμες και συνέχισε.

– Κάποτε είχα κουραστεί κι ήμουν πολύ κοντά στην απελπισία. Έλεγα πως ο κόσμος αυτός δεν αλλάζει, δεν θα αλλάξει ποτέ, είναι πολύ μεγάλος και πολύ δυνατός για να αλλάξει από εμένα. Και τότε θυμήθηκα αυτά που λέγαμε. Πως ο κόσμος αυτός δεν θα αλλάξει παρά μόνο με την αγάπη. Θα αλλάξει από την αγάπη που δεν θα κουραστεί να δίνεται, από την αγάπη που θα εξακολουθεί να υπάρχει και να προσφέρεται εξαιτίας μας ακόμη κι όταν εμείς θα έχουμε φύγει. Αλήθεια πέστε μου, υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να αγαπάς τον κόσμο όλον επειδή μέσα του κατοικούν τα πρόσωπα που αγαπάς πάνω από όλα; Υπάρχει πιο μεγάλη λαχτάρα να θες να γίνει ο κόσμος καλύτερος επειδή σε αυτόν θα ζουν τα παιδιά σου; Δε θα πάψω πια να αγωνίζομαι. Δε μπορώ, δεν έχω πια το δικαίωμα να μην αγωνίζομαι.

Την αγκάλιασα ξανά δυνατά κι εκείνη ψιθύρισε με μια αίσθηση συγκίνησης: Σημασία δεν έχει να αγαπάς αλλά το πόσο αγαπάς, σωστά θυμάμαι;

-Σωστά Δεσποινάκι, σωστά θυμάσαι. Ανάμεσα στα τόσα παιδιά που υπήρξατε άριστοι μαθητές των σπουδαίων κατορθωμάτων, θυμάσαι κι εσύ μαζί τους πως η ευτυχία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άθληση αγάπης. Μιας αγάπης που πρέπει να σχετιστεί με οτιδήποτε άλλο έξω από τον εαυτό σου, με οτιδήποτε κι οποιονδήποτε μπορεί κι αξίζει να σου δείξει τον Παράδεισο επί γης, τον Θεό στα πρόσωπα των μικρών παιδιών, των ανθρώπων αυτών που αγαπάς πολύ κι αυτών που αγαπάς πιο λίγο. Όλα είναι στην ποσότητα. Για την αγάπη ισχύει ευτυχώς πως εν τω πολλώ το ευ. Έτσι κατακτιέται και το πάντα και το όλα. Και στην ποσότητα και στον χρόνο και στον τρόπο. Εκεί είναι το μυστικό. Κι όποιος έμαθε καλά, έμαθε για πάντα.

Το Δεσποινάκι μπήκε στο αυτοκίνητο που την περίμενε κι αφού με χαιρέτησαν οικογενειακώς μού χάρισαν την πιο τρυφερή και ζεστή εικόνα εκείνης της παγωμένης χειμωνιάτικης νυχτιάς στο κέντρο της πόλης. Τέσσερις άνθρωποι που ζουν την αγάπη, που θα ζουν για την αγάπη, που θα ζουν από την αγάπη. Τέσσερις άνθρωποι που έγιναν αγάπη. Δίχως μεγάλες διακηρύξεις, μεγάλα λόγια και βαρύγδουπες προκηρύξεις. Έτσι απλά, αγαπώντας!

Σκέπασα τα λευκά μου μαλλιά με το κατάμαυρο σκουφί μου, τους ξανάφερα στο νου μου και χαμογέλασα με μια γλυκύτητα που πλημμύρισε τις αισθήσεις. Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω μου. Άνοιξα το βήμα και εξακολουθούσα, πίσω από το σφιχτό μου κασκόλ να χαμογελώ. Καληνύχτα Κεμάλ. Σου είπαν ψέματα. Αυτός ο κόσμος έχει αλλάξει κι αλλάζει όσο υπάρχουν ακόμη Δεσποινάκια που αγαπούν αληθινά. Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος αλλάζει!

Δεν υπάρχουν σχόλια: