Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Ο μικρός κι ο μεγάλος Θεός

Από μικρός είχα ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου πως ο θεός που πιστεύω, που πιστεύει η οικογένεια, οι φίλοι, οι γνωστοί μου, η πατρίδα μου όλη είναι ένας. Τι κι αν αυτός ο θεός αλληλοπεριχωρούνταν σε τρία πρόσωπα, εάν διακρίνονταν ξεκάθαρα με ονόματα που δήλωναν οικογενειακές σχέσεις, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα˙ ήταν τέλος πάντων κάτι εντελώς διαφορετικό από το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο ή τον πολυθεϊσμό των ανατολικών θρησκειών. Μεγαλώνοντας έμαθα στο σχολείο τις δέκα εντολές, πρώτη και κύρια η μοναδικότητα του ενός θεού, ενώ κάθε φορά που αποστήθιζα το Σύμβολο της Πίστης για το μάθημα των θρησκευτικών είχα συνδυάσει πως μετά από την ομολογία πίστης ακολουθεί η αποκλειστικότητα του ενός θεού. Πιστεύω εις ένα θεό…

Τα χρόνια πέρασαν και ουδέποτε χρειάστηκε να αμφιβάλω για τις περί θεού γνώσεις μου. Ο θεός των κατηχητικών, της θείας μου και των θεολογικών σχολών κρατούσε δίχως την παραμικρή αμφιβολία τα σκήπτρα μιας επιβλητικής και σίγουρης για τη μοναδικότητά της παρουσίας. Όλα κυλούσαν ήρεμα, δίχως την παραμικρή υποψία αμφιβολίας. Ο ένας θεός, εκείνος που μαζί με τους γύρω μου ομολογούσα κάθε Κυριακή στην εκκλησία, χαμογελούσε σίγουρος για τη θέση του στο μυαλό και στην καρδιά μου. Δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τόσοι άγιοι, τόσοι πατέρες διδάσκαλοι, μια παράδοση χιλιετιών, τόσοι πιστοί στις εκκλησίες, δε γινόταν διαφορετικά, ο ένας και μοναδικός θεός είχε θρονιαστεί για τα καλά στη ζωή μου. Έμαθα να ζω μαζί του, με έμαθε κι αυτός καλά, τα πηγαίναμε μια χαρά οι δυο μας, και με τις καλές και με τις δύσκολες στιγμές μας. Όλα κυλούσαν καλά μέχρι την ημέρα που χρειάστηκε να του μιλήσω όπως δεν του είχα μιλήσει ποτέ. Να απευθυνθώ σε αυτόν ως πρόσωπο σε πρόσωπο, ως ένας άνθρωπος στον θεό του, στον ένα και μοναδικό θεό του.

Η ανάγκη μου ήταν μεγάλη. Ξεπερνούσε τις επιθυμίες και τα παρακάλια με τα οποία τον φόρτωνα όλα τα πολλά προηγούμενα χρόνια της ζωής μου. Παλιότερα ζητούσα κάτι απλό ή κάτι πιο σημαντικό. Αυτός άλλοτε ανταποκρίνονταν άλλοτε όχι, άλλοτε απαντούσε στις προσευχές μου άλλοτε αδιαφορούσε επιδεικτικά, άλλοτε πάλι μου έδινε μια άλλη λύση, μια λίγο καλύτερη ή λίγο χειρότερη λύση. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν οριακά. Αυτό που λέμε ζήτημα ζωής ή θανάτου. Θα το έχουν ζήσει όλοι νομίζω οι άνθρωποι σε κάποια στιγμή της ζωής τους, να απευθύνονται στον Θεό που ενσαρκώνει την όποια ελπίδα τους, σαν να είναι η τελευταία φορά που μιλάνε μαζί Του, ή τώρα ή ποτέ, ή μου απαντάς ή δεν υπάρχεις, ή είσαι εδώ ή Σε ξεχνώ. Κι Αυτός δεν απάντησε! Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου! Πήγα να τρελαθώ εάν δεν το δοκίμασα τότε. Ξαναπαρακάλεσα για μιαν απάντηση, ξανά σιωπή κι άλλα παρακάλια κι άλλη σιωπή, κλάματα, φωνές, ζητιανιά στο έλεός του, απόκριση καμία. Ο ένας και μοναδικός Θεός μου απλά δεν υπήρχε. Τουλάχιστον στη δική μου ζωή ήταν απών.

Στα πολλά χρόνια ήρθαν κι άλλα χρόνια. Κύλησαν κι αυτά στο ποτάμι της ιστορίας κάνοντάς με πιο σίγουρο για την πραγματικότητα της ανυπαρξίας του ενός και μοναδικού Θεού, δίνοντάς μου μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, πιο μεγάλη σιγουριά για τις ικανότητές μου για την αίσθηση της ευθύνης να διαμορφώνω εγώ ο ίδιος τη ζωή μου, δίχως την καταφυγή σε κάποιον θεό, ούτε στον έναν και μοναδικό, κυρίως όχι σε αυτόν. Χίλιες φορές έξω από τον Παράδεισο παρά ζώντας με την ψευδαίσθηση μιας δήθεν παρουσίας. Έστω κι αργά είχα γλιτώσει από τα ψέματα. Έστω κι αργά καταλάβαινα γιατί τότε δεν απαντούσε ή γιατί απαντούσε με άλλες λύσεις από αυτές που του ζητούσα. Εάν ήταν αληθινός, εάν αληθινά με αγαπούσε θα με άκουγε. Αυτός σχεδίαζε τη ζωή μου ερήμην μου. Όχι τέτοιον θεό δεν τον ήθελα, δεν τον ήξερα, πολύ απλά και να υπήρχε κάπου, δεν υπήρχε για εμένα. Δεν τον ήξερα αυτόν τον Θεό.

Μεγαλώνοντας με την ασφάλεια μιας τέτοιας σιγουριάς είχα ξεχάσει πως το τυχαίο είναι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης στη ζωή μας. Παλιότερα τα περίμενα όλα από τον έναν και μοναδικό θεό, του απέδιδα επιτυχίες κι αποτυχίες, αποτελέσματα και επιλογές, όλα είχαν μια αναφορά. Τώρα όμως ένα σημαντικό ζήτημα υγείας με έκανε να τον θυμηθώ και πάλι. Η ασφάλεια του εαυτού μου έμπαζε από παντού. Οι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Η επιστήμη μού επιδείκνυε ανήμπορη τα όριά της. Αυτό λοιπόν ήταν; Μια αρρώστια, μια σοβαρή αρρώστια νικά τα πάντα; Ο θάνατος πάνω από το κάθε τι; Όλα προκαθορισμένα, όλα μοιρολατρικά αποδεκτά; Δίχως θεό; Δίχως προσευχή, δίχως αλλαγή; Τούτη η ήττα περνά πάνω μου σαν συντριβή. Εξευτελίζει και το μυαλό και το κορμί και την ψυχή μου. Τόσο ανήμπορος να επέμβω στη ζωή μου δεν είχα νιώσει ποτέ. Τραγικός. Μόνος. Συντριμμένος. Ταπεινωμένος. Ταπεινωμένος ως τα όρια της αβύσσου.

Και τότε ήρθε Αυτός. Ήρθε πάλι με την απουσία Του. Εμφανίστηκε δίχως να δώσει απάντηση στην προσευχή μου, ήρθε όχι με τις βροντές της επιθυμίας μου μα με την λεπτή αύρα της αγάπης του. Δεν υπάρχει γιατρικό γιατί δεν έχεις ανάγκη από γιατρικό. Και να υπάρχει δεν είναι για σένα! Άκουσα καλά; Όχι για μένα; Εσύ το λες; Ο Θεός; Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τον έναν και μοναδικό Θεό! Αυτός ο Θεός με τον οποίο είχα μεγαλώσει όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένας άλλος Θεός. Ένας μικρός θεός στον οποίο απευθυνόμουν ακριβώς σαν να ήταν μικρός. Είχα απέναντί μου έναν Θεό και εγώ του ζητούσα μια δουλειά, λίγα χρήματα, λίγα χρόνια ζωής παραπάνω, μια γυναίκα, μια αύξηση, ένα εξοχικό, υγεία για τα παιδιά μου. Όπως ακριβώς ζητά κανείς ένα ρουσφέτι, μια χάρη για να περνά καλύτερα. Κι αυτός από αγάπη, σίγουρα γελώντας μαζί μου, άλλοτε τα έδινε άλλοτε όχι. Δεν προσβάλλονταν που τον αντιμετώπιζα σαν ένα μικρό θεό, έναν υπάλληλο σε γραφείο εξυπηρέτησης πελατών, που του υποδείκνυα την επιτακτική εκπλήρωση των μικρών μου επιθυμιών απέναντι στο θεϊκό του σχέδιο για μένα.

Δίπλα σε αυτόν τον θεό, τον μικρό θεό που άκουγε τις δικές μου επιθυμίες μού φανερώθηκε ένας άλλος Θεός. Ο αληθινός ένας και μοναδικός Θεός. Ένας μεγάλος θεός που τις μικρές μου επιθυμίες τις έκανε μεγάλες. Που στα δικά μου σχέδια είχε έτοιμο ένα σχέδιο θεϊκό. Που στους κοντόφθαλμους ορίζοντές μου καταργούσε τα σύνορα, που αντί για ένα ευτυχισμένο άνθρωπο ήθελε να με κάνει θεό. Να μου χαρίσει αυτό που είναι. Κι εγώ ζητούσα χρήματα, υγεία, ευτυχία κι Αυτός μου μιλούσε για αιωνιότητα και βασιλεία, για νόημα και πληρότητα ζωής, μου χάριζε μια μοίρα θεϊκή με όρους που δεν είχα φανταστεί πως υπήρχαν κι εγώ επέμενα να ζητάω τα μικρά κι ασήμαντα που ορίζουν μια μικρή μίζερη ευτυχία να χωρά στα δικά μου ανθρώπινα ασφαλή μέτρα. Να γεννηθώ να ζήσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος. Σαν τα κατοικίδια που τους χαρίζουν οι ιδιοκτήτες λίγα χρόνια ευτυχίας και μετά το τέλος. Να γεννηθώ σαν άνθρωπος , να ζήσω σαν θεός και να μη πεθάνω ποτέ δεν χωρούσε στις προσδοκίες μου. Ο μεγάλος Θεός είχε το δικό Του σχέδιο για μένα αλλά εγώ του φερόμουν σαν να ήταν μικρός, σαν να υπήρχε μόνο ένας μικρός θεός. Κι αυτός, όντως δεν υπήρχε. Δεν ήταν Θεός. Ανάμεσα στους δυο Θεούς ο αληθινός ήταν ο Μεγάλος!

Τότε σιώπησα. Έπρεπε να συντριβώ για να χάσω τη μιλιά μου. Για να δω το πρόσωπο του Θεού έπρεπε να μάθω την ύπαρξή Του. Να τολμήσω να ζητάω μεγάλα και σπουδαία πράγματα από τον μεγάλο και σπουδαίο Θεό. Η εποχή που παρακαλούσα μικρές επιτυχίες από τον μικρό Θεό είχε παρέλθει. Κι αν στο σχέδιό του μου ζητούσε μεγαλύτερα πράγματα από όσα ήμουν ικανός να αντέξω; Εάν μου ζητούσε να τα παρατήσω όλα, να γίνω μοναχός, να πάω στην άκρη του κόσμου για έναν σημαντικό σκοπό, να χαρίσω την περιουσία μου, να εγκαταλείψω την οικογένειά μου; Φοβόμουν έναν τέτοιο Θεό ή τον γύρευα; Τα μεγάλα σχέδιά ενός Μεγάλου Θεού δεν μπορεί να μην έχουν κι αγάπη πάνω από σοφία. Ο αληθινός Θεός, σου δίνει την θεότητά του, σε κάνει θεό με ένα τρόπο που ξέρει Αυτός. Αρκεί να τον εμπιστευτείς και να υπακούσεις στο δικό Του σχέδιο. Ακόμη κι όταν δεν απαντούσε σε ό,τι ζητούσα ή απαντούσε διαφορετικά από τις επιθυμίες μου, κατάλαβα πως το έκανε επειδή ακριβώς η αγάπη του δικού Του σχεδίου ήταν κάτι ασύλληπτα ανώτερο και τιμητικό για εμένα. Ξανακοίταγα το παρελθόν μου και σκεφτόμουν πόσο αλήθεια κρίμα είναι να έχεις δίπλα σου έναν Μεγάλο Θεό για μεγάλα σχέδια και μεγάλες χαρές κι εσύ να τον αντιμετωπίζεις σαν μικρό υπάλληλο, σαν έναν μικρό θεό για τα ψώνια της καθημερινής σου μικροευτυχίας. Να σου τάζει μια αιωνιότητα σαν θεός, από εδώ και για πάντα κι εσύ να του ζητάς δυο τρία κιλά ευτυχίας. Είχα απέναντί μου έναν Θεό, τον έναν Θεό. Έπρεπε λοιπόν να τον αντιμετωπίσω έτσι. Σαν Θεό!

Δεν είχε νόημα πια να του ζητάω παρά μόνο να μάθω να τον ακούω. Να εμπιστεύομαι τα μεγάλα, τα θεϊκά σχέδιά Του για εμένα, να προσπαθώ να χωρέσω την δίχως όρια αγάπη σε ένα σενάριο που αξίζει να ζει την αιωνιότητα ως δώρο από εδώ και τώρα. Τι νόημα έχουν άραγε δέκα, είκοσι ή και πενήντα χρόνια ευτυχισμένης ζωής μπροστά σε μια τέτοια προοπτική; Ο Μεγάλος Θεός μου αποκαλύφθηκε στη θέση του μικρού όταν τόλμησα να ριψοκινδυνεύσω την πραγματικότητα μια μεγάλης ζωής. Θεϊκής, δίχως θάνατο, γεμάτης νόημα. Μιας ζωής φτιαγμένης με σχέδια θεϊκά, σπουδαία, μεγάλα. Αυτής της μιας και μοναδικής ζωής, τέτοιας που μόνο ο ένας και μοναδικός Θεός μπορεί να χαρίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: